«Έλα ρε παιδί μου, μη μένεις με το στόμα ανοιχτό» μου λέει η Τζένη. «Δεν σου είπα ότι πήγα και στο μοναστήρι. Δύο χρόνια χωρίς σεξ, λέμε μόνο. Δεν είναι και τρομερό». «Εντάξει, δεν είναι τρομερό, αλλά είσαι 38 χρονών. Αυτό με σοκάρει» απαντάω. Η Τζένη απόλυτα συνειδητοποιημένη και με πλήρη επίγνωση του τι ήταν αυτό που την οδήγησε σε στην κατ' εξακολούθηση και πολύμηνη απουσία ερωτικού συντρόφου ξετυλίγει το κουβάρι της ιστορίας της. Κουβάρι, στην κυριολεξία.
«Λοιπόν, γλυκιά μου, τα πράγματα μ' εμένα δεν είναι απλά. Δηλαδή απλά είναι αλλά και σύνθετα ταυτόχρονα. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήμουν ένα ενεργό κορίτσι με κατακτήσεις και κερδισμένα, ερωτικά εδάφη. Έκανα σεξ για πρώτη φορά γύρω στα 18, πράγμα που θεωρώ φυσιολογικό και έτσι ακριβώς το βίωσα και τότε. Ως απόλυτα νορμάλ. Τι σημαίνει νορμάλ, θα μου πεις. Μεγάλη κουβέντα. Στην πορεία είχα αγόρια, μεταξύ των οποίων και τον Παύλο, ένα εξαιρετικά καλό παιδί, που με λάτρευε και ακόμα με λατρεύει και ας έχει παντρευτεί και αποκτήσει τρία παιδιά. Είμαστε φιλαράκια, βγαίνουμε, τα λέμε, πίνουμε. Καλά, για σεξ ούτε λόγος».
Όχι ότι φταίει ο πατέρας μου για το γεγονός ότι εγώ βγήκα εκτός παιγνιδιού, αλλά σίγουρα κάπου κουράστηκα κι εγώ να προσπαθώ να βρω αυτόν, τον ιδανικό σύντροφο που θα ενέκρινε ο πατέρας μου.
»Δεν μπορώ να ορίσω το χρονικό σημείο που κλείδωσα. Πότε έπαψα να με βλέπω ως μία επιθυμητή γυναίκα και μετατράπηκα σε θηλυκή χαρτοπετσέτα, χωρίς καμία επιθυμία, χωρίς όρεξη όχι να κάνω σεξ, αλλά ούτε να φλερτάρω. Λίγο μετά την πρώτη καλή δουλειά που έπιασα, με κανονικό μισθό και πολλές ευθύνες. Άλλους η καριέρα τους φτιάχνει, εμένα με έριξε στα τάρταρα. Και οι ευθύνες δεν μου ταίριαζαν καθόλου. Αντί να νιώσω σπουδαία, ένιωθα το εντελώς αντίθετο. Ένιωσα χρησιμοποιημένη. Όχι, δεν το λέω συνδικαλιστικά και τέτοια. Καθόλου. Καθαρά ψυχολογικοί είναι οι λόγοι. No koukou, που λέγαμε και στο σχολείο παλιά. Έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά και στέρεψα. Η διαφήμιση δεν είναι και ο πιο υγιής χώρος. Έχει πολλούς τρελούς και πολλούς κατεστραμμένους, από άποψη προσωπικής ζωής. Οι άντρες πάντα μου την έπεφταν αλλά εγώ είχα υιοθετήσει μια στάση που έμοιαζε περισσότερο με ξανθό, μακρυμάλλη ξυλοκόπο παρά με “γοργόνα” όπως με χαρακτήριζαν. Άλλωστε η γοργόνα ούτε τρώγεται, ούτε κάνει σεξ»
»Για να επιβιώσω σε ένα άγριο επαγγελματικό τερέν, επιστράτευσα τα τσεκούρια μου και τις ασπίδες μου και ξέχασα τα ψηλοτάκουνα και τα νάζια. Ως προς τα τελευταία καλύτερα. Είναι πολύ ξεπερασμένη η γυναίκα-γατούλα. Η γυναίκα-αιλουροειδές πάλι όχι. Τέλος πάντων, η γνώμη μου είναι αυτή. Δεν είναι και η γνώμη του Πάπα. Στο σημείο αυτό είναι πολύ σημαντικό να σου πω ότι η πατρική φιγούρα στο σπίτι μας ήταν κυρίαρχη και καθοριστική. Ο πατέρας μου, ένας πολύ μοντέρνος και νεανικός τύπος, με δικά του νυχτερινά μαγαζιά και αρκετά μποέμικη ζωή για Έλληνας οικογενειάρχης και πατέρας τριών παιδιών, έδινε το ρυθμό στο σπίτι. Η μητέρα μου, μία πολύ όμορφη γυναίκα, αλλά βουβή. Χωρίς φωνή και με αρκετή υπομονή και πείσμα για να αντέξει. Κάθε φορά που ερχόταν κάποιο αγόρι μου στο σπίτι ο μπαμπάς μου αρνιόταν να δει τα όποια καλά ενδεχομένως είχε. Επέμενε να εστιάζει στα ντεφό του. Ή δεν ήταν πολύ ψηλός για εμένα, ή ήταν πολύ λίγος για εμένα ή ήταν πολύ βαρετός για εμένα. Εμένα δεν με ρώτησε όμως τι μου άρεσε σε αυτούς. Όχι ότι φταίει ο πατέρας μου για το γεγονός ότι εγώ βγήκα εκτός παιγνιδιού, αλλά σίγουρα κάπου κουράστηκα κι εγώ να προσπαθώ να βρω αυτόν, τον ιδανικό σύντροφο που θα ενέκρινε ο πατέρας μου».
»Η απαιτητική δουλειά σε συνδυασμό με το οικογενειακό φόντο και την επιλογή να περάσω λίγο καλά με τις φίλες μου χωρίς σκοτούρες, πέρασε ο καιρός. Πέρασε δηλαδή ένα εξάμηνο και κάπου εκεί, έπαιξε ένα πολύ αποτυχημένο φλερτ με έναν πολύ άκυρο τύπο και εγώ κύλισα ακόμα πιο βαθιά στην σεξουαλική μου ανυπαρξία. Τώρα πια, με έχω πιάσει να προσπαθώ να φλερτάρω και να μοιάζει το ίδιο δύσκολο με την ανάβαση του Έβερεστ. Άσε που έχω την εντύπωση ότι πλέον εκπέμπω "ανεραστίλα". Δεν μοιάζω ποθητή, γιατί δεν αισθάνομαι ποθητή, άρα δεν είμαι. Αλυσίδα είναι αυτά. Και αυτό που λένε ότι το σεξ μοιάζει με το ποδήλατο, κι αυτό αλήθεια είναι: όσο δεν κάνεις, τόσο το ξεχνάς».
Η Τζένη, μοιάζει να ξέρει τι φταίει. Κι αυτό είναι μόνο υπέρ της. Συμφωνεί κι αυτή ότι ζωή χωρίς σεξ δεν νοείται, ενώ τελευταία συχνάζει μέρα παρά μέρα, βράδυ παρά βράδυ δηλαδή, σε ένα μπαρ με έναν πολύ ωραίο μπάρμαν. Τον Νίκο.