Η Booba, ως επί το πλείστον, είναι πορτογαλικό πόιντερ. Λέω ως επί το πλείστον γιατί στο DNA της σουλατσάρουν κι άλλες φυλές του (σκυλολοϊκού) Ισραήλ, μιας και μιλάμε για ένα ημίαιμο κουτάβι που υιοθέτησα από μια τρυφερόκαρδη φιλοζωική, ένα χρόνο πριν. Μέχρι τότε, η σχέση μου με τα κατοικίδια τελείωνε και άρχιζε στα χάδια που χάριζα στα ζωάκια, σκύλους και γάτες, των φίλων. Στο φίδι, ένα California kingsnake, που είχε ο αγαπημένος μου στο παρελθόν, δε χάρισα ούτε χάδι.
Δώδεκα και κάτι μήνες μετά, έχω καταλήξει σε κάποιες πικοδιαπιστώσεις –pico (πίκο) ίσον μικρό. Μικροδιαπιστώσεις γύρω από τη συμβίωση με ένα μικρό (μικρότερο κατά πολύ από εμένα) πλάσμα, πλην σοφό, ενστικτώδες και διαισθητικό σαν εξημερωμένο θηρίο που είναι.
-
Όσες φορές και να θυμώσω μαζί της άλλες τόσες θα ξεθυμώσω, βλέποντας τα μάτια της σαν τηγανιτά αβγά μεταμέλειας, με το άσπρο, του σκληρού χιτώνα, κάτω κάτω να υπογραμμίζει ένα άηχο συγγνώμη, μια παραδοχή σφάλματος τόσο ηρωική και μεγαλοπρεπή. Κανένας εγωισμός, καμία ματαιοδοξία. «Μάλιστα κυρία μου, έσφαλα. Γι’ αυτό και θα μείνω ακίνητη σαν άγαλμα για 15 λεπτά της ώρας, κοιτάζοντας το άπειρο και ακούγοντας τις αγριοφωνάρες σου μέχρι να καταλάβεις γιατί πραγματικά αξίζει να εκνευρίζεσαι σε αυτή τη ζωή». Θα μου έλεγε. Αλλά δεν μου λέει.
-
Όσες φορές να μπω και να βγω από το σπίτι η Booba θα είναι πάντα εκεί, πίσω από την πόρτα, να παρακαλάει για την είσοδό μου. Να μαραζώνει με την έξοδό μου. Να καρφώνει το βλέμμα στη κλειδαριά. Να χώνει τη μουσούδα στην ελάχιστη σχισμή που δημιουργείται με το ξεκλείδωμα. Να φιλάει το χέρι που κρατάει το κλειδί όπως η Αν Χαθαγουέι το χέρι της Σάρα Σίλβερμαν στο πάρτι μετά την απονομή των Όσκαρ, το 2013. Με σεβασμό και υπερηφάνεια. Δύο συστατικά επικοινωνίας τα οποία προκαλούν εξάρτηση.
-
Όσες φορές επιθυμεί να βγει από το σπίτι για να ανακαλύψει τον μικρόκοσμο του κήπου ή να λιαστεί στο τσιμέντο της ταράτσας κάτω από τον χειμωνιάτικο ήλιο, γρατζουνάει την εξώπορτα με αποτέλεσμα από μολυβί και πολύ ενημερωμένη χρωματικά -διακοσμητικά ομιλώντας- η πόρτα να μοιάζει πλέον με σκηνικό από ξεχαρβαλωμένο σαλούν της άγριας Δύσης. Το επιφώνημα που συνοδεύει τη θέα (της πόρτας) από φίλους και γνωστούς είναι ένα μακρόσυρτο «πωωωωωω». Εμένα όμως δε με νοιάζει. Κάποια στιγμή, σκέφτομαι, θα φτιαχτεί. Κάπου στα νότια της Αθήνας, η ψυχολογική θεωρία Γκεστάλτ κέρδισε ένα ακόμα μέλος, το οποίο αντιλήφθηκε την έννοια του «ζούμε εδώ και τώρα, χωρίς ανησυχία».
-
Όσες φορές βγαίνουμε βόλτα, με βγάζει βόλτα. Είναι τόσο μεγάλη η χαρά της που προσπαθεί να την επικοινωνήσει χοροπηδώντας, τρέχοντας, σουζάροντας στα δύο πίσω πόδια της, ακουμπώντας τα δύο λερωμένα μπροστινά της στο φούτερ μου και τσαλαβουτώντας στις βρώμικες λακκούβες. Η εκπαίδευση θα ήταν μία λύση. Αλλά και ο τρελός χορός της ελευθερίας της, που κάνει τα αυτιά της να ανεβοκατεβαίνουν ρυθμικά σαν φτερά πουλιού, παρασύρει κι εμένα. Έτσι, όταν είμαστε σε κάποιο ήσυχο πάρκο, ή σε κάποια χειμωνιάτικη παραλία, χορεύουμε μαζί. Σαν καποέρα για ζωόφιλους.
-
Όσες φορές φοράω μαύρα και η Booba αποφασίζει να με αποχαιρετήσει με το δικό της εξωφρενικά εξωστρεφές τρόπο, τα μαύρα γίνονται ασπρόμαυρα. Ο συνδυασμός του άσπρου με το μαύρο είναι, από τη συγγραφή του ενδυματολογικού κώδικα, ένα ανυπέρβλητης κομψότητας ταίριασμα, μια συμπληρωματική συνέργεια, ένα μοδίστικο γιν γιανγκ. Αλλιώς γιατί το θρυλικό pied de poule, που έχουν λατρέψει από τον Dior μέχρι τον Gaultier, να θεωρείται ο ομφαλός του σύμπαντος του ντεσέν; Κάτι ξέρει το σκυλί.
-
Όσες φορές κι αν μου πουν ότι είναι κακομαθημένη, άλλες τόσες θα απαντήσω και γιατί όχι καλομαθημένη παρακαλώ;
*κεντρική φωτό: Aris Hilton
Ακολουθήστε το WomanTOC στο Instagram