Ο Αμερικανός ηθοποιός Ντένις Χόπερ έμεινε στην ιστορία ως ο άνθρωπος που ενσάρκωσε με απόλυτη επιτυχία τους πιο ασταθείς -σχεδόν διαταραγμένους- κινηματογραφικούς χαρακτήρες. Tέσσερα χρόνια μετά το θάνατό του (πέθανε στις 29 Μαίου του 2010), η έκθεση «Τhe Lost Album» στο Λονδίνο, έφερε στο φως τις άγνωστες ασπρόμαυρες, αντισυμβατικές φωτογραφίες του, τραβηγμένες όλες στην ταραχώδη δεκαετία του '60
«Η φράση "ανεξάρτητος κινηματογράφος" σε αυτή τη χώρα μοιάζει με αστείο. Η Miramax και η Fine Line δεν είναι ανεξάρτητες εταιρείες, ανήκουν στην Disney. Ή ανήκουν στη Warner Brothers. Ελα τώρα! Όλοι ανήκουν κάπου», έλεγε με δηκτικότητα, αλλά και με μια παιγνιώδη διάθεση, ο Ντένις Χόπερ. Ο ηθοποιός που γεφύρωσε τη χλιδή με το underground, το ανεξάρτητο με το μαζικό, την καλλιέργεια με το περιθώριο, ήταν απροσκύνητος, μπιτ, εκκεντρικός, ατίθασος, ειρηνιστής.
Πάλεψε με τους δαίμονες της παραδοσιακής Αμερικής, αλλά και με τους δικούς του, το αλκοόλ και τα ναρκωτικά.
Χάραξε μια πορεία εκτός της ευκολίας του Χόλιγουντ, με ρόλους σε κλασικές ταινίες-σταθμούς, όπως «Αποκάλυψη Τώρα», «Μπλε Βελούδο», «Ιλιγγιώδης Ερωτας», «Επαναστάτης χωρίς αιτία», «Γίγαντας» και «Ξένοιαστος Καβαλάρης». Στον «Ξένοιαστο Καβαλάρη», του 1969, ο συμβολικός του ρόλος έμελλε να γίνει το απόλυτο παράσημό του. Σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής της ταινίας ο ίδιος, κέρδισε ένα βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, ενώ ήταν υποψήφιος για το Οσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου, καθώς συνυπέγραφε το σενάριο της ταινίας. Δίπλα στον Χόπερ έπαιζε ο Πίτερ Φόντα, αλλά και ο άγνωστος τότε Τζακ Νίκολσον και θεωρήθηκε ως μία από τις καλύτερες ταινίες του αμερικανικού σινεμά, την ταινία που ουσιαστικά σηματοδότησε την αρχή μιας νέας εποχής για το Χόλιγουντ.
Έγινε σύμβολο αναφοράς της δεκαετίας του '60 και χάρισε στον Χόπερ το χαρακτηρισμό του ανεξάρτητου καλλιτέχνη και την περίτρανη καταξίωση από τους κριτικούς της 7ης τέχνης. Η φήμη στο πρόσωπό του ξεπήδησε από την απειθαρχία του στο μηχανισμό του συστήματος και την αμφισβήτησή του στο αμερικανικό όνειρο και τα συντηρητικά πρότυπα. Πάλεψε με τους δαίμονες της παραδοσιακής Αμερικής, αλλά και με τους δικούς του, το αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Αποτοξινώθηκε, αντιστάθηκε, παντρεύτηκε πέντε φορές, χώρισε άλλες τόσες, απέκτησε τέσσερα παιδιά, ταξίδεψε, ονειρεύτηκε, ερωτεύτηκε, αμφισβητήθηκε, αμφισβήτησε, δοξάστηκε.
Τα πολυτάραχα 60s του Ντένις του τρομερού
Ο Χόπερ ήταν λιγότερο γνωστός για το έργο του ως φωτογράφου, μέχρι και η κόρη του Μαρίν δεν γνώριζε πολλά πράγματα για την παράπλευρη ασχολία του πατέρα της. «Εμεινα έκπληκτη που κρατούσε όλες αυτές τις φωτογραφίες στο σπίτι. Τις είχε αποθηκεύσει μαζί με τους πίνακές του και ποτέ δεν αναφέρθηκε σε αυτές. Ηξερα ότι φωτογράφιζε μετά μανίας σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '60, αλλά δεν φανταζόμουν ότι είχε παράξει τόσο μεγάλο έργο», δήλωσε όταν μετά το θάνατο του πατέρα της, σε ηλικία 74 ετών, ανακάλυψε τα κρυμμένα κουτιά με τις ασπρόμαυρες εικόνες. «Ηταν εκπληκτικό». Το ίδιο ακριβώς είπε τότε ο εκδοτικός οίκος Taschen και συνέλεξε όλες τις φωτογραφίες του ηθοποιού σε ένα ογκώδες λεύκωμα με τίτλο «Vision of Dennis», ένα βιογραφικό άλμπουμ, μια πολιτιστική καταγραφή της μεταπολεμικής περιόδου της Αμερικής.
Η λαγνεία των παιδιών των λουλουδιών, οι ανοιχτοί δρόμοι των μηχανόβιων «Hell's Angels», οι εξεγερμένοι, οι διαδηλωτές.
Η πολύτιμη φωτογραφική αυτή συλλογή παρουσιάστηκε στη Royal Academy of Arts του Λονδίνου, συγκέντωσε πάνω από 400 εικόνες, οι οποίες τραβήχτηκαν από το 1961 έως το 1967, και κατέγραψαν μία από τις πιο δημιουργικές, ζωντανές και ανήσυχες περιόδους των ΗΠΑ. Η δεκαετία της τεράστιας κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής βρίσκει τον Χόπερ στη δίνη του κυκλώνα να παρατηρεί τα πάντα μέσα από το φακό του. Τα καρέ του συνθέτουν το δικό του προσωπικό ημερολόγιο και εξιστορούν τις αντιφάσεις των πολυτάραχων '60s, τη λαγνεία των παιδιών των λουλουδιών, τους ανοιχτούς δρόμους των μηχανόβιων «Hell's Angels», τους εξεγερμένους, τους διαδηλωτές, αλλά και τις μυθικές μορφές του Χόλιγουντ και της τέχνης, τον γοητευτικό Πολ Νιούμαν και τον πρωτοποριακό Αντι Γουόρχολ με την κομπανία του Factory, την εκρηκτική Τζέιν Φόντα, τον ηγέτη του μοντέρνου Ρόι Λιχνεστάιν. Φωτογραφίες του, σε ασπρόμαυρο φιλμ, εκτέθηκαν πρώτη φορά το 1970 στο Fort Worth Art Centre Museum του Τέξας, αλλά κατόπιν ως διά μαγείας χάθηκαν, για να ξαναβγούν στο φως μόνο μετά το θάνατο του ηθοποιού.
«Γεννήθηκα στο Ντοντζ Σίτι του Κάνσας και μέσα μου είμαι ένα αγροτόπαιδο από μια μεσοαστική οικογένεια. Πάντοτε πίστευα ότι η υποκριτική, η ζωγραφική, η μουσική, το γράψιμο είναι όλα μέρος της ζωής ενός καλλιτέχνη. Ποτέ δεν τα είδα ως διαφορετικά πράγματα», είχε δηλώσει ο Χόπερ, ο οποίος αναζητούσε τον τρόπο να εκφράσει το ανήσυχο πνεύμα του, αλλά και να βγει εκτός της βολής του, είτε μέσα από ένα ρόλο είτε μέσα από ένα κλικ είτε με το πινέλο, είτε με το κείμενο. Είτε, ακόμα, μέσα από ένα τσουχτερό σχόλιο, όπως αυτό: «Σε έναν κόσμο που οι νεκροί ξαναγυρίζουν στη ζωή, η λέξη "πρόβλημα" χάνει το νόημά της». Να, όμως, που ο ίδιος ξαναγύρισε στη ζωή, με κάποιο τρόπο, παρ' όλο που το κορόιδευε.