«Τι κάνεις τόσο καιρό στη Μύκονο; Σε παρακολουθώ στο φουμπού και ζηλεύω» είναι το πρώτο πράγμα που λέω στον Νίκο, με τον οποίο γνωριζόμαστε πολλά χρόνια, μέσα κι έξω από τα περιοδικά, μέσα κι έξω από τα μπαρ, μέσα κι έξω από τις καλοκαιρινές διακοπές. «Σκέφτομαι τι να ψηφίσω στο επόμενο δημοψήφισμα. Ανεξαρτησία Μυκόνου, ναι ή όχι; Κατά τα άλλα, έχω την τύχη να χαίρω της εμπιστοσύνης διάφορων συνεργατών, από περιοδικά, εκδόσεις αλλά και ιδιώτες και να φωτογραφίζω, στο νησί, για περίπου έναν μήνα κάθε Ιούνιο τα τελευταία τρία χρόνια. Εμπορική φωτογραφία κυρίως, διαφήμιση, προβολή, αρχιτεκτονική, φαγητό. Αλλά και πορτραίτα, daylife, χαρά, ήλιο, θάλασσα» μου απαντάει ο Νίκος.
«Ναι, το φως της Μυκόνου είναι μοναδικό» λέω εγώ για να επισημάνω την απουσία της γνώσης μου σχετικά με το φως, που τόσο απασχολεί τους φωτογράφους του κόσμου τούτου. Ο Νίκος φροντίζει να με βάλει στη θέση μου: «Δεν το γνωρίζω αυτό. Δεν νομίζω πως είναι μοναδικό. Ούτε ιδιαίτερο. Το έχω ξανασυναντήσει και αλλού. Στις Κυκλάδες, εννοείται». Κάνω ότι δεν ακούω και περνάω στην επόμενη ερώτηση: «Ποια γωνία της Μυκόνου που δεν είχες φωτογραφήσει μέχρι σήμερα ανακάλυψες;». «Τη Ρήνεια. Απέναντι» λέει ο Νίκος. Την ποια; «Η Ρήνεια είναι ένα κυκλαδίτικο νησί του Αιγαίου Πελάγους. Βρίσκεται πλησίον της Μυκόνου ενώ η έκτασή της είναι 13,904 τ.χλμ. Το μήκος των ακτών της φτάνει τα 43 χιλιόμετρα. Η Ρήνεια σήμερα είναι ακατοίκητη και ανήκει στον δήμο Μυκόνου» ενημερώνομαι από ένα γρήγορο γκούγκλινγκ. Αλήθεια; υπάρχει νησί απέναντι από τη Μύκονο που δεν έχει γίνει ακόμα διάσημο;
Το λεκτικό πινγκ πονγκ με τον φωτογράφο και τη δημοσιογράφο συνεχίζεται: «Τι είδους φωτογράφος είσαι; Πως θα χαρακτήριζες το στυλ σου;». «Αν ήμουν ποδοσφαιριστής, ο προπονητής μου θα με συμπαθούσε. Θα ήθελε να με έχει βασικό. Με την θέση μου στο γήπεδο θα είχε κάποιο πρόβλημα» απαντάει σιβυλλικά ο Νίκος. Έτσι είναι. Τα κάδρα του μπορούν να χωρέσουν όλες τις εικόνες του κόσμου: από υπερήφανους ολυμπιονίκες, μέχρι εκκωφαντικής σπουδαιότητας αρχιτεκτονικά κτίρια και από καθημερινούς ανθρώπους στη Ζάμπια της Αφρικής μέχρι ρεαλιστικά still life πεταμένων εφημερίδων στους δρόμους του Λονδίνου. Ναι, αλλά κάτι του αρέσει να φωτογραφίζει πιο πολύ. Όχι; Ανθρώπους, ζώα ή πράγματα; «Μου αρέσει να φωτογραφίζω» ξεκαθαρίζει ο Νίκος. «Σαν την πρώτη μέρα που μου άρεσε να φωτογραφίζω. Μου αρέσει να βλέπω χαρούμενα πρόσωπα όταν κοιτούν φωτογραφίες μου. Μια φωτογραφία όμως, χωρίς έστω την υπόνοια του ανθρώπου στο κάδρο της, δεν με ενδιαφέρει πολύ. Για αυτό αγαπώ τα πορτρέτα και την αρχιτεκτονική».
Του ζητάω να μου δώσει τον δικό του ορισμό για τη φωτογραφία. Έχει κάποιον; «Ο ορισμός αλλάζει διαρκώς μέσα μου. Αυτήν την εποχή δεν έχω έναν. Ή μάλλον έχω: "μια ψηφιακή δεν σας κάνει φωτογράφους"» λέει ο Νίκος και η παραπάνω φράση δεν εμπεριέχει κανένα υπονοούμενο. Είναι καθαρή αποδοκιμασία στα τσιταρισμένα κάδρα της ψηφιακής σοσιαλιτέ. Μου δίνει μια χαρά πάσα για την επόμενη ερώτηση: «Τι αναπολείς από την χρυσή εποχή των περιοδικών;». Του δίνω μια χαρά πάσα για απομυθοποίηση του παρελθόντος: «Την ποια;» διερωτάται περιπαικτικά. «Προσδοκώ την κανονική εποχή των περιοδικών. Σίγουρα όμως, αναπολώ τα λεφτά».
Η τελευταία ερωτοαπάντηση λυτρώνει την κουβέντα:
-Ποιο είναι το πιο πιο πιο αγαπημένο από όλα τα κάδρα σου;
«α) Το τετράγωνο. β) Δεν μπορώ να διαλέξω. Ούτε θα μπορέσω ποτέ, νομίζω. γ) Όλοι οι πίνακες του Jackson Pollock» αναλύει ο Νίκος βάζοντας και ένα τεστ πολλαπλών επιλογών στο τραπέζι. Έτσι είναι, όμως, η σκέψη: υγιώς μπερδεμένη. Μόνο η σαφήνεια της εικόνας μένει στο τέλος.