Όταν η σύζυγος του βασιλέα Λεωνίδα ρωτήθηκε γιατί οι Σπαρτιάτισσες ήταν οι μόνες γυναίκες στην Ελλάδα που «κυβερνούν» τους συζύγους τους, η Γοργώ απάντησε «επειδή είμαστε οι μόνες γυναίκες που γεννούν άνδρες». Με άλλα λόγια, μόνο οι άνδρες που είχαν την αυτοπεποίθηση να δεχθούν τις γυναίκες ως ίσες ήταν πραγματικοί άνδρες.
Ο διαχωρισμός των φύλων μέσα από στερεοτυπικά χαρακτηριστικά βοήθησε το μάρκετινγκ και διεύρυνε τις αγορές, καθόρισε το ροζ και το γαλάζιο σαν branded αποχρώσεις των δύο στρατοπέδων και παγίωσε τις αντιλήψεις σε σχέση με τους ρόλους, τις προκάτ ιδιότητες αυτών και τις κλισέ αντιδράσεις σύμφωνα με το πώς προστάζει το manual. Έτσι, κάπως ανορθόδοξα και κουτρουβαλώντας, οδηγηθήκαμε σε άντρες και γυναίκες, σε ανθρώπους «κατασκευασμένους» με εργοστασιακές προδιαγραφές, άρα περιορισμένες ικανότητες και καμία έκπληξη. Οι μεν έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα σε γυναίκες-πολυεργαλεία ή γυναίκες-λάβαρα, οι δε είχαν επιλογή μεταξύ του δίπολου, άντρες-μάτσο ή άντρες-κουβαλητές.
Ασήκωτοι ρόλοι, προβληματικοί, κυρίως για την έλλειψη συνεργασίας μεταξύ των δύο «αντιπάλων». Σαν ένα αυτοσχεδιαστικό μονόπρακτο του Πιραντέλο, στο οποίο ο κάθε ηθοποιός καλείται να κάνει τη δική του περφόρμανς, σολάροντας, χωρίς αλληλοσυνενόηση, χωρίς ανταλλαγή πασών και συντονισμένης σκηνοθεσίας. Ρόλοι που έμειναν ρόλοι, φοβούμενοι το κοινό, με την μόνιμη αγωνία «τι θα πει ο κόσμος» και την απατηλή, μονίμως ανικανοποίητη, εντύπωση ότι «αυτό είναι το σωστό».
Δεν είναι έτσι το σωστό. Ποτέ δεν ήταν. Στα πρώτα αγωνιστικά σκιρτήματα των Σουφραζετών, τέλη του 19ου αιώνα, όταν οι γυναίκες ζητούσαν ίσα δικαιώματα, δεν αρνιόντουσαν τη συντροφικότητα. Το αντίθετο. Στα ξέφρενα 60s και στην αναζήτηση της σεξουαλικής ταυτότητας μέσα από την σαρκική επανάσταση, αιτία ήταν πάντα η συνύπαρξη. Στην επικράτηση του #metoo, τα τελευταία δύο χρόνια, με αφορμή τη σεξουαλική παρενόχληση στον εργασιακό χώρο, η γυναίκα δε διαγράφει τον άντρα. Αναζητά τη σαγήνη. Όχι την ωμή βία.
Βρισκόμαστε στην εσοχή εκείνη του χρόνου, που η αντιπαλότητα θολώνει και χάνεται μαζί με τις γυναίκες που νιαουρίζουν από νάζι και τους άντρες που «φοράνε τα παντελόνια».
Όλοι είναι -αποδεδειγμένα πλέον- κολασμένα ευέλικτοι να μεγαλουργήσουν μέσα σε ολόκληρο το φάσμα των συμπεριφορών. Ο κατακρίνων κρίνεται. Τα διαχωριστικά γκρεμίζονται και μία νέα, γενναία εποχή ανατέλλει.
Οι γυναίκες δε θα απολογούνται, δημόσια ή σε κατ’ ιδίαν τετ-α-τετ, για την επιλογή ενός άντρα μικρότερου σε ηλικία, μεγαλύτερου, πιο διάσημου, άλλου κοινωνικού στάτους, με χαμηλότερο εισόδημα, με εύρωστη οικονομική επιφάνεια, με υψηλότερη ή ταπεινότερη καταγωγή, με αλλόκοτη εμφάνιση, με «εξωκουτική» επαγγελματική κατεύθυνση, με αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά. Δεν θα αναλώνονται στο να αναλύσουν τα μικρά και ασήμαντα αυτονόητα γιατί οι άντρες θα τις δέχονται, με τη σειρά τους και πρωτίστως, όπως είναι: Μικρότερες, μεγαλύτερες, παλαβιάρες και παθιασμένες. Όπως ακριβώς είναι, έξω από τους ρόλους της γιαγιάς Barbie. Αμοιβαιότητα και ολοκλήρωση αντί για καχυποψία και ταμπούρωμα. Αυτή είναι η μόνη λύση.
Επιμύθιο1: Οι γυναίκες άλλωστε δεν κάνουν πόλεμο, όπως θα έλεγε και ένα από τα κλισέ που θέλουμε, διακαώς, να διαγράψουμε.
Επιμύθιο2: Οι γενιά των millennials αναζητά, λένε οι έρευνες, τα old school πρότυπα των τσιτάτων, μέσα σε ένα γάμο. Τη γυναίκα-νοικοκυρά και τον άντρα-αφέντη. Ίσως τα διαζύγια των γονιών τους να τους επηρέασαν αρνητικά, ίσως ο αγώνας να μην μπορεί δυστυχώς να τερματιστεί εύκολα. Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ.