Αυτή τη στιγμή μάλλον φουμάρει το τσιγάρο του στη γειτονιά των αγγέλων ατενίζοντας τον Ατλαντικό, πάνω από τα σύννεφα, όπως έκανε κάποτε -σα ναυτάκι αρχικά, καπετάνιος στη συνέχεια-, κάθε φορά που έφευγε με τα καράβια για να διασχίσει τη δική του γραμμή των οριζόντων και να βρει τη δική του άκρη του κόσμου, όπως έκανε ο Ισμαήλ, ο ήρωας του κλασικού μυθιστορήματος, Μόμπι Ντικ, του Χέρμαν Μέλβιλ.
«Λέγε με Ισμαήλ. Πριν από μερικά χρόνια -δεν έχει σημασία πόσο ακριβώς- έχοντας λίγα ή καθόλου χρήματα στο πουγκί μου και τίποτα ιδιαίτερο που να με ενδιαφέρει στη στεριά, σκέφτηκα να ταξιδέψω λίγο στη θάλασσα και να δω το υδάτινο μέρος του κόσμου. Είναι ένας τρόπος που έχω να διώχνω το σπλήνιασμα και να ρυθμίζω το κυκλοφοριακό. Όταν πιάνω τον εαυτό μου να στραβώνει το στόμα· όταν μες στην ψυχή μου είναι Νοέμβρης υγρός, που ψιλοβρέχει· όταν πιάνω τον εαυτό μου να σταματάει άθελα μπρος σε φερετροπωλεία και να γίνεται ουραγός κάθε κηδείας που συναντώ· και ειδικά όταν οι υποχονδρίες μου με κυβερνούν τόσο, που χρειάζεται ένας δυνατός ηθικός φραγμός να με εμποδίσει να βγω επίτηδες στο δρόμο και μεθοδικά να ρίξω χάμω τα καπέλα του κόσμου - τότε θεωρώ πως ήρθε πια η ώρα να μπαρκάρω, όσο πιο γρήγορα μπορώ. Είναι το δικό μου υποκατάστατο του πιστολιού και της σφαίρας. Με μια φιλοσοφική χειρονομία όλο μεγαλοπρέπεια, ο Κάτων ρίχνεται πάνω στο σπαθί του· εγώ παίρνω ήσυχα το πλοίο. Δεν υπάρχει τίποτα το εκπληκτικό σ' αυτό. Αν το ήξεραν έφτανε· όλοι σχεδόν οι άνθρωποι, με τον τρόπο τους, αργά ή γρήγορα, θα έτρεφαν πάνω-κάτω τα ίδια αισθήματα με μένα για τον ωκεανό». Κάπως έτσι.
«Είσαι ασορτί» του είχα πει, ένα απόγευμα, πριν γίνω δύο χρόνων.
Ο πατέρας μου λεγόταν Τάκης και ήταν ροζ. Τουλάχιστον στα δικά μου μάτια. Η λευκή του επιδερμίδα κοκκίνιζε όταν μιλούσε δυνατά, όταν ξεστόμιζε τα καλαμπούρια του, όταν φιλοσοφούσε χωρίς να φοβάται την τραγικότητα της στιγμής. «Κάθε φορά που σου ’ρχεται να πεις ωχ να λες ώπα» πείραζε τη μητέρα μου. Λίγες φορές τον είχα δει να κλαίει. Συνήθως γελούσε. Ακόμα κι όταν πονούσε, ακόμα κι όταν δεν καταλάβαινε γιατί ο κόσμος δεν τον χωρούσε, ακόμα κι όταν σκόνταφτε πάνω στους μουτρωμένους και τους ανώφελους. Με έμαθε κι εμένα να τους προσπερνάω. Να κόβω δρόμο. Να γλιτώνω το δράμα.
Ο πατέρας μου λεγόταν Τάκης και πίστευε στους ανθρώπους. Δεν τους φοβόταν. Τους νταχτίριζε. Τους κανάκευε. Τα κοπλιμέντα του ήταν ρεαλιστικά, γι’ αυτό και βέρα αληθινά. «Δεν μου έχεις πει σήμερα ένα γλυκόλογο, βρε Τάκη» παραπονιόταν η μαμά μου. «Δε σε είπα μουσταλευριά μου, γαλακτομπούρεκό μου;» γέλαγε ο μπαμπάς μου. Προτιμούσε το σαχλαμαρίζειν, γνωρίζοντας καλά ότι όλα τα άλλα δε βγάζουν πουθενά. «Είσαι ασορτί» του είχα πει, ένα απόγευμα, πριν γίνω δύο χρόνων. Δεν ήξερα τι ακριβώς σήμαινε, ήξερα όμως ότι ο μπαμπάς μου κι εγώ ήμασταν ασορτί. Από πάντα. Πριν ακόμα ανακαλυφθεί το πάντα.
Ο πατέρας μου λεγόταν Τάκης και του είχε χαριστεί το αίσθημα της δικαιοσύνης, χωρίς να θέλει ποτέ να καταδείξει τον κουφιοκέφαλο. Σκασίλα του. Ήταν ίσιος. Και η σκέψη του απέραντη, σαν τους ωκεανούς που διέσχισε, σαν τις στεριές που πάτησε. Σαν τον ηλιόφωτο ίσκιο της ανάμνησής του.
Ο Γιάννης Βαρβέρης στο ποίημα «Ο πατέρας δεν πίνει στους ουρανούς» τσουγκρίζει στην υγεία της αναπόλησης.
Χθες είδα πάλι στον ύπνο μου τον πατέρα.
Καθόμασταν οι δυο μας σ’ ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο.
Κάποιος μας έφερε δυο ποτηράκια και κρασί.
– Είσαι καλά; Του λέω.
- Καλά, καλά, και μου ’πιασε το χέρι.
– Άντε, στην υγειά σου, είπε. Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το άφησε
πάνω στο τραπέζι.
– Δεν πίνεις; Ρώτησα.
– Εσύ να πιεις,απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω
Ακολουθήστε το WomanToc στο Instagram