Ο μεγαλύτερος ρεαλιστής ζωγράφος Λούσιαν Φρόυντ πέθανε (20 Ιουλίου 2011) σε ηλικία 88 ετών. Εγγονός του Σίγκμουντ Φρόυντ, ο Λούσιαν Φρόυντ γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1922 και μετανάστευσε από τη ναζιστική Γερμανία στη Βρετανία με την οικογένειά του το 1933, σε ηλικία 10 ετών. Σπούδασε στην Κεντρική Σχολή Καλών Τεχνών του Λονδίνου, στη Σχολή Ζωγραφικής και Σχεδίου Σέντρικ Μόρις και στο Κολέγιο Γκόλντσμιθς του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Αναγνωρίστηκε πρώιμα ως ένα λαμπρό ταλέντο με αποτέλεσμα το 1944 να πραγματοποιήσει την πρώτη του ατομική έκθεση σε ηλικία 21 ετών. Υπηρέτησε για έναν χρόνο στο εμπορικό ναυτικό στις νηοπομπές του Ατλαντικού, ταξίδεψε στο Παρίσι και περιηγήθηκε την Ελλάδα το 1946. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ήταν ήδη μέλος της αποκαλούμενης «Σχολής του Λονδίνου», μιας χαλαρής ομάδας με κύριο εκπρόσωπο τον Φράνσις Μπέικον, η οποία εν μέσω κυριαρχίας της αφηρημένης τέχνης επέμενε στην παραστατική ζωγραφική.
Όπως και ο παππούς του με την τέχνη του ψυχαναλύει. Τα πρόσωπα και τα σώματά του μιλούν, αφηγούνται την ιστορία τους. Τα μοντέλα του είναι πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος, τα παιδιά του, οι φίλοι του.
Δημιουργεί τολμηρές συνθέσεις, με γυμνές γυναίκες και άνδρες πάνω σε ξεχαρβαλωμένους καναπέδες και πολυθρόνες παρουσιάζοντας τον άνθρωπο τραγικά γυμνό αλλά τολμηρό, βίαιο και προκλητικό.
Γυμνά, πληθωρικές παχύσαρκες φιγούρες, είναι κυρίως τα έργα που ανταποκρίνονται στη θέληση του ζωγράφου «να λειτουργεί σαρκικά η ζωγραφική». Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του στο Paddington του Λονδίνου όπως φαίνεται τόσο στους εσωτερικούς χώρους όσο και στα αστικά τοπία του. Ο όρος «Εσωτερικό» έχει δοθεί σε έργα του Φρόυντ που απεικονίζουν οτιδήποτε συμβαίνει στο εσωτερικό του στούντιο και το «Εξωτερικό» αποτυπώνει εικόνες από τον κήπο του ή τα γειτονικά εργοστάσια. Εστιάζοντας στον χώρο του στούντιο, ο Φρόυντ έχει δημιουργήσει μια σειρά που αποτελείται από γυμνά μοντέλα. Για τα μοντέλα του υπογραμμίζει: «Στην πραγματικότητα με ενδιαφέρουν ως ζώα. Ένα κομμάτι που μου αρέσει να δουλεύω με γυμνά είναι γι αυτό το λόγο. Γιατί βλέπω περισσότερα». Αποδομεί την ανάγκη των ανθρώπων να είναι τέλειοι, έτσι οι πίνακες του Φρόυντ είναι ένα δυνατό και ειρωνικό σχόλιο στην ανθρώπινη ματαιοδοξία.
Μια ακόμα χαρακτηριστική δουλειά του είναι η σειρά των πορτρέτων του. Στις τελευταίες αναδρομικές εκθέσεις που πραγματοποίησε πριν το θάνατό του, την συγκεκριμένη σειρά την ονόμαζε «Αντανάκλαση» και ήταν μια σειρά πορτρέτων που συχνά αντανακλώνταν σε καθρέφτες. Στην ενότητα «Στην ζωγραφική», περιλαμβάνονται μια σειρά από αναπαραγόμενα έργα, του Chardin και του Cezanne. Εδώ ο Φρόυντ μας προκαλεί να ξανασκεφτούμε μερικά από τα σημαντικότερα αριστουργήματα του παρελθόντος.
Μεγαλοφυής καλλιτέχνης, ο εγγονός του πατέρα της ψυχανάλυσης ήταν ένας ροκ σταρ της ζωγραφικής. Κάθε πίνακας του καλλιτέχνη είναι κομμάτι μιας αφήγησης αυτοβιογραφικής, διάστικτης από ανομολόγητους έρωτες και αποσιωπημένα πάθη. «Το θέμα ενός πορτρέτου είναι για μένα πάντοτε αυτοβιογραφικό», συνήθιζε να λέει. Για κάποιους από τους μελετητές της τέχνης του, οι συναντήσεις με τους ανθρώπους που ζωγράφιζε έμοιαζαν κατά κάποιον τρόπο με συνεδρίες ψυχανάλυσης αλλά ο ψυχαναλυόμενος ήταν πάντα ο ίδιος ο Φρόιντ. Στα έργα του κυριαρχεί η αποτύπωση της ανθρώπινης φόρμας με ένα σκληρό τρόπο, οι περίεργοι ιριδισμοί του φωτός και τα σκιερά περιγράμματα και η συναισθηματική ένταση. Μαζί με τον Μπέικον και τον Μπεν Νίκολσον θα εκπροσωπούσαν το 1954 τη Μ. Βρετανία στην Μπιενάλε της Βενετίας και το γεγονός αυτό αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς της εξέλιξής του ως ρεαλιστή ζωγράφου. Ζωγράφισε μια άσημη, παχουλή γυναίκα που δούλευε σε μια δημόσια υπηρεσία, αυτήν που αργότερα ολόκληρος ο κόσμος θα τη γνώριζε ως Big Sue και το γυμνό πορτρέτο της θα κόστιζε πάνω από €30 εκατ. Ζωγράφισε την βασίλισσα Ελισάβετ αλλά είχε αρνηθεί να ζωγραφίσει την πριγκίπισσα Νταϊάνα και τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄, γιατί δεν του άρεσαν τα πρόσωπά τους.
Στα έργα του «Τίποτε δεν εξιδανικεύεται, τίποτε δεν τυποποιείται σε όσα παρουσιάζονται. Οι στάσεις είναι συχνά αμήχανες και τα πρόσωπα που απεικονίζονται κάθονται με τα πόδια ανοιχτά. Τα γεννητικά όργανα μπορεί να εκτίθενται, αλλά δεν αποπνέουν ερωτισμό» παρατηρεί ο Μάλκομ Ρούελ σε ένα κείμενο όπου συγκρίνει πτυχές της αναπαράστασης στον Φρόυντ και στον Ροντέν.
Σύμφωνα με την Έβα Βαϊσβάιλερ, συγγραφέα του έργου «Φρόιντ: Η βιογραφία μιας οικογένειας» (εκδ. Μεταίχμιο), η θεία του Ματίλντε, έγραψε στον αδελφό της Όλιβερ το 1952: «Ο Λους δεν χρησιμοποιεί καθόλου το κύρος της οικογένειας, κάτι για το οποίο όμως εμείς δεν του κρατάμε κακία. Είναι βέβαια ένας ταλαντούχος, αλλά πολύ ασυνήθιστος άνθρωπος, ο οποίος ζει εντελώς έξω από τα δικά μας αστικά πλαίσια. Συχνά απορώ πώς βρέθηκε στην οικογένειά μας». Στο πρόσφατο βιβλίο του κριτικού τέχνης Μάρτιν Γκέιφορντ «Man with a Blue Scarf» (εκδ. Thames & Hudson), ο ζωγράφος φέρεται να θεωρεί τον Πικάσο επιδειξιομανή και κατώτερο του Ματίς ενώ οι μορφές του Ντα Βίντσι δεν τον συγκινούν καθόλου.
Αποθέωσε το γυμνό σώμα και την ασχήμια. Στάθηκε στον αντίποδα του ωραίου και της αφαίρεσης. Με τα πινέλα του ζωγράφισε ρεαλιστικά την ωμή σάρκα, όχι την καλαίσθητη, την ωραία. «Ζούσε για να ζωγραφίζει και ζωγράφιζε ως την ημέρα που πέθανε, μακριά από τον θορυβώδη κόσμο της τέχνης», δήλωσε ο Γουίλιαμ Ακουαβέλα, ο οποίος ανακοίνωσε τον θάνατο του ζωγράφου. «Ήταν ίσως ο πλέον αλληγορικός ζωγράφος του 20ού αιώνα και έδινε στα έργα του μια βαθιά δραματικότητα και ενέργεια».
Η βία, η ανάδειξη της ασχήμιας του σώματος που διακρίνει τα έργα του είναι λειτουργική. Θέλει να δούμε την ενέργεια, την ίδια τη ζωή.
Δείτε ένα βίντεο με τον Μάστερ του Γυμνού:
Πηγή: artinews.gr