O Άκης Παπαντώνης (Αθήνα, 1978) είναι Επίκουρος Καθηγητής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας. Πεζά του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνικά και αγγλόφωνα λογοτεχνικά περιοδικά, καθώς και σε ανθολογίες. Βιβλιοκριτικές του δημοσιεύονται στην Εφημερίδα των Συντακτών. Για τη νουβέλα του, Καρυότυπος (Κίχλη, 2014), τιμήθηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου του Αναγνώστη (2015).
“What potions have I drunk of Siren tears,
Distilled from limbecks foul as hell within,
Applying fears to hopes, and hopes to fears,
Still losing when I saw my self to win!”
-Σαίξπηρ, Σονέτο 119.
Ο άντρας της γιαγιάς μου, ένας άντρας που ήταν και μου είναι ξένος, που ποτέ μου δεν τον φώναξα παππού, και του οποίου το όνομα αντηχούσε στο άδειο ισόγειο της γιαγιάς μου σαν την ηχώ απελπισμένης κραυγής σε βοήθεια, ήταν μάγειρας σε βαπόρια. Όταν πέθανε—και την ειδοποίησαν από την άλλη άκρη της γης με τηλεγράφημα—η γιαγιά μου είπε (λέει η μάνα μου) να τον ποντίσουν στον ωκεανό: αφού δεν γύρισε όταν έπρεπε, δεν θα γυρίσει με το στανιό τώρα. Όταν μας άφησε και η γιαγιά μου, από καρδιά, ανάμεσα στα διάφορα που έκρυβε μέσα σε ξηλωμένες κάλτσες και φθαρμένα σουτιέν βρήκαμε μια χούφτα καρτ-ποστάλ πιασμένες με ένα λαστιχάκι για τα μαλλιά. Αντιγράφω αυτολεξεί από αυτές τις επιστολές προς τη μητέρα του, που τις έστελνε στη γυναίκα του για της τις δώσει. Μια αλληλογραφία εξ αντανακλάσεως· η ηχώ δυο νεκρών σχέσεων που κράτησε έναν χρόνο—από Πρωτοχρονιά σε Πρωτοχρονιά—ενός έτους θολά σημειωμένου με μπλε μελάνη.
31 Δεκέμβρη
Μάνα,
κι άλλη φορά μη ρωτήσεις. Σταμάτησα να κρατάω λογαριασμό. Άφησα το σημειωματάρι μου στο προηγούμενο σαπιοκάραβο. Τώρα είμαι σε τάνκερ με διπλά τοιχώματα. Τσίλικο. Κατακόκκινο σαν τον καμπινέ που μπογιάτισε ο πατέρας στο χωριό. Θυμάσαι; Βόσπορος λέγεται το βαπόρι. Τα χρήματα είναι καλά μάνα, καλύτερα απ’ ότι πριν στο Λουίζα, αλλά τι τα θες, η θάλασσα είναι θάλασσα.
Εσύ μάνα παραφυλάς ακόμα τον πατέρα; Ούτε ο άνθρωπος αλλάζει, μα οι πεθαμένοι δεν βγαίνουν τσάρκες να ξεμουδιάσουν, έτσι μάνα; Άσε το καραούλι, γύρνα πλευρό, να ησυχάσεις, μάνα.
Θες να σου στείλω τίποτε από Αμβέρσα για καλή χρονιά; Τι λαχταράς;
Ο γιος σου.
2 Φλεβάρη
Μάνα μου,
σου γράφω απ’ τα ανοιχτά της Παταγονίας. Κρύο μάνα, στην κουβέρτα δεν ξεμυτάς ούτε για τσιγάρο. Κι έχει βγάλει καιρό... οκτώ μποφόρ και μας βαράει απ’ όλες τις μπάντες. Μας έσπρωξε χθες διακόσια μέτρα απ’ την ακτή. Και δεν λέει ν’ ανοίξει να βάλουμε ρότα για Αρτζεντίνα. Εκεί θα φορτώσουμε στάρι, μας λένε.
Σαν τα ζώα στο κλουβί είμαστε κι εγώ μαγειρεύω ότι βρω. Μέχρι ποντικό. Η μόνη μου χαρά, εκτός από το ράδιο που παίζει κάτι σπανιόλικα ή πορτογαλικά, είναι οι κάρτες που σου γράφω. Να φανταστείς ο μαρκόνης, ένας Έλληνας, γερό ποτήρι, ο Σταύρος, με πήρε στο ψιλό. Πόσες φορές τη βδομάδα γράφεις, καψερέ; Κι άλλοι ερωτεύτηκαν αλλά δεν κάμαν έτσι, μου ‘πε. Σε πέρασε για το κορίτσι μου, ξεκαρδίστηκα μάνα.
Ο γιος σου, πάντα.
16 Μάρτη
Μανούλα μου,
περάσαμε τη διώρυγα και πιάσαμε στο Πουέρτο Μπολίβαρ, για δυο βράδια. Ράγισε κάπου το μέσα τοίχωμα σε μια δεξαμενή, στην τρία, οπότε αράξαμε να κάνουμε μεταφόρτωση, να γίνουν οι κολλήσεις. Μας έστειλε η εταιρεία συνεργείο αεροπορικώς από την προηγούμενη κι έτσι, εκτός απ’ αυτούς που μένουν κάθε φορά βάρδια, οι υπόλοιποι έχουμε έξοδο. Οι υπόλοιποι όμως, μεγάλοι χέστηδες, δεν θέλουν να πατήσουν στεριά. Τους έχουν τρομάξει οι δυο μηχανικοί, οι παλιοί, με ιστορίες για μαφιόζους του λιμανιού. Αλλά είναι οι γυναίκες εδώ, μανούλα, πειρασμός. Σου κόβουν το δρόμο για τον Παράδεισο! Αν ψαχτείς στα καμπαρέ και τα ποτάδικα, πάει, τέλος, ξεπαραδιάστηκες. Τι σου λέω κι εσένα καλή μου Σόνια! Μ’ έχει τρελάνει το νερό.
Ο γιος σου, ολόκληρος.
26 Απρίλη
Μπήκε Άνοιξη, μανούλα μου.
Κλείνω δέκα χρόνια βουτηγμένος μέχρι το λαιμό στην αλμύρα. Ποιος, εγώ, που ‘βλεπα βάρκα στη στεριά και ζαλιζόμουν. Και σκέφτομαι, τι έχει αλλάξει; Τίποτα. Ακόμα πεθαίνεις για πλάκα μεσοπέλαγα. Ακόμα φοβάμαι. Προχθές τον άφησε η καρδιά του τον σκωτσέζο, στα μισά της βάρδιας. Τον διάβασε ο Πρώτος, του παραχώσαμε στις τσέπες βαρίδια, τον ποντίσαμε στο νερό. Στη μάνα του στείλαμε τηλεγράφημα. Ή, θυμάσαι τότε που ο δεύτερος μηχανικός στο κυπριακό έβαλε φωτιά στα ρούχα του και λαμπάδιασε; Η γυναίκα του τον είχε χωρίσει με γράμμα. Ούτε τηλέφωνο, ούτε τίποτα. Γράμμα σκέτο, μελάνι και χαρτί. Λούστηκε ο καψερός στο αργό και ματώνανε να τον σβήσουν, αλλά με το που ζύγωσε στην μπούκα της δεξαμενής τον έσπρωξαν με κάτι κοντάρια διάσωσης, τον τούμπαραν κόντρα στην κουπαστή και τον άφησαν σαν αναμμένο κεράκι, κηλίδα στο νερό. Ούτε που κόψαμε μηχανές. Πρόσω μέχρι το Σουέζ.
Όλο τέτοια σου γράφω όμως, θα ‘χεις κουραστεί να με διαβάζεις.
Συγγνώμη, ο γιος σου.
3 Ιούνη
Καλή μου μητέρα,
φόρεσα το κασμιρένιο μου το σακάκι, εκείνο που πήρα στην Αμβέρσα τον προηγούμενο χειμώνα, λούστηκα στην κολόνια και πάτησα στεριά. Στην πένα. Ο αέρας όπως στέκεται πάνω από το χώμα έχει αλλιώτικη μυρουδιά. Κι ας βρίσκεσαι ώμο με ώμο με το βαπόρι, δυο βήματα από το νερό. Άλλο πράμα η στεριά.
Κατέβηκα στο κέντρο της πόλης. Κάθισα σ’ ένα σιντριβάνι κι έβλεπα να βγαίνουν οι ντόπιοι στα μπαλκόνια, να τινάζουν ρούχα, να τεντώνονται, να ταΐζουν πολύχρωμα πουλιά που ‘χαν σε κλουβιά. Παρατηρούσα τους μαύρους στο δρόμο, το λείο δέρμα τους, τους μύριζα, μια βρώμα αλλιώτικη, να κολλάει στα ρουθούνια. Το ένα μετά το άλλο σήκωναν ρολά τα μαγαζιά, πύκνωναν οι τουρίστες κι οι ντόπιοι. Σ’ ένα καπνοπωλείο πήρα τσιγάρα. Κάθε λιμάνι άλλη γεύση η ίδια μάρκα, χαλάς το λαιμό σου.
Με λόγια βραχνά, ο γιος σου.
3 Σεπτέμβρη
Μητερούλα μου,
γλιστράμε γλυκά στο νερό, θάλασσα λάδι, κουβανέζικη ζάχαρη στο αμπάρι. Αλλά στα πέντε μίλια απ’ τα στενά χαλάει ο κόσμος. Περιμένουμε πλοηγό να μας οδηγήσει. Θα τον κατεβάσουν από ελικόπτερο, λέει, στην κουβέρτα. Περιμένουμε κι εγώ καπνίζω. Μόλις περάσουμε τα στενά και βγούμε στη στεριά, έστω και για δυο ώρες, θα στείλω δυο σάκες δώρο στα παιδιά. Και σε σένα μια καρφίτσα με κόκκινη πέτρα στη μέση. Όπου κι αν είμαι, μάνα μου, ο μισός βρίσκομαι πάντα εκεί, να σου διαβάζω από την εφημερίδα.
Ο άλλος μισός γιος σου.
1 Γενάρη
Γλυκιά μου Σόνια,
σου γράφω κι ας ξέρω πως θα σε στεναχωρέσω. Μανούλα σχώρα με, μα δε θα στείλω άλλο γράμμα. Καιρό τώρα κάνω πρόβα στο χαρτί πώς να στο φέρω. Τις προάλλες στ’ όνειρό μου είδα πως είχες πεθάνει. Ο τάφος είχε αστραφτερά μάρμαρα θαμμένα κάτω από ένα σωρό φάκελλα. Κι ένας φουκαράς με τσουγκράνα μάτωνε να τα παραμερίσει. Στεκόμουν κι εγώ παραδίπλα με το μαύρο μου πουκάμισο έξω από το παντελόνι και το στιλό στο χέρι. Εσύ με όρκισες να σου γράφω κάθε μήνα, είτε ζεις είτε όχι. Εσύ με φοβέρισες πως άμα σταματήσεις να παίρνεις γράμματά μου θα πεθάνεις, πως ακόμη κι από τον άλλο κόσμο θα τα διαβάζεις κι ας μην ξέρεις γράμματα, μανούλα μου. Κι εγώ δεν σου χάλασα χατίρι, καλή μου μητέρα. Έτσι που δεν περίσσεψε ούτε λέξη για την μάνα των παιδιών μου. Η Μίνα μ’ έχει για χαμένο, για νεκρό.
Δεν διαβάζουν οι φτερουγισμένοι γράμματα μάνα μου. Τέρμα Σόνια, τέρμα. Ετούτο είναι το στερνό μου και το στερνό σου, μη το διαβάσεις, μη βάλεις να στο διαβάσουν, μη τους ενοχλείς τους άλλους κοιμισμένους αφού δεν ξέρεις γράμματα, μάνα.
Ο μονάκριβός σου.