Οι ιστορίες εξαπάτησης, προδοσίας και τραγωδίας, που κυριαρχούν στα μυθιστορήματα του Τζον Λε Καρέ, βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στις προσωπικές του εμπειρίες, σύμφωνα με ένα νέο, μεγάλο αφιέρωμα της Daily Mail στην τραυματική παιδική ηλικία του κορυφαίου Βρετανού συγγραφέα που πέθανε στα 89 του από πνευμονία.
Ο πατέρας του ήταν εξπέρ στις απάτες και τη μοιχεία, ενώ η μητέρα του εγκατέλειψε την οικογένεια όταν ο Ντέιβιντ Κόρνγουελ, όπως ήταν το αληθινό όνομα του συγγραφέα, ήταν μόλις πέντε.
Όταν λοιπόν, σε ηλικία 25 ετών, θα τον στρατολογούσαν οι μυστικές υπηρεσίες, γνώριζε ήδη καλά τον νούμερο ένα κανόνα: «Τίποτα, απολύτως τίποτα, δεν είναι όπως φαίνεται».
Περιέγραφε τον πατέρα του ως «διαταραγμένο» εξ απαλών ονύχων, προσθέτοντας: «Η δολοφονία του ήταν μια σκέψη που με απασχόλησε από νωρίς και επέμενε ακόμα και μετά το θάνατό του». Φαντασιωνόταν να αποκεφαλίζει τον πατέρα του και συχνά έπιανε τον εαυτό του να μελετά τον αυχένα του, αναζητώντας το καλύτερο σημείο για να στοχεύσει με το τσεκούρι.
Φαντασιωνόταν να αποκεφαλίζει τον πατέρα του και συχνά έπιανε τον εαυτό του να μελετά τον αυχένα του, αναζητώντας το καλύτερο σημείο για να στοχεύσει με το τσεκούρι.
Όταν στην εφηβεία εστάλη εσωτερικός σε σχολείο, είχε τόση ανάγκη από ανθρώπινη επαφή ώστε έδωσε ραντεβού με τον αδερφό του, Τόνι, σε ένα χωράφι (που φοιτούσε σε ένα κοντινό ίδρυμα), μόνο και μόνο για να αγκαλιαστούν.
Ο πατέρας των αγοριών τούς στρατολογούσε σε διάφορες απάτες, να αποσπάσουν χρήματα, για λογαριασμό του, από τα υποψήφια θύματά του. Σε μια περίσταση, ενδεικτικά, ο Λε Καρέ παραδέχτηκε «με ντροπή» ότι εξαναγκάστηκαν να πείσουν ένα ζευγάρι ηλικιωμένων διπλωματών ότι θα παραλάμβαναν μια επιταγή από τον πατέρα τους. «Με βαθιά απροθυμία τους επισκεφτήκαμε, ήπιαμε το λικέρ τους και κάναμε ανόρεχτα ό,τι καλύτερο μπορούσαμε για να εγγυηθούμε για την αξιοπιστία του πατέρα μας, ενώ ο Σερ Έρικ και η Λαίδη του μας κοιτούσαν με φόβο και δυσπιστία».
«Ζούμε με τη σύνταξή μας» απάντησε στα δύο αγόρια ο Σερ Έρικ. «Και με ένα μέρος του κεφαλαίου που κληρονόμησε η γυναίκα μου. Τα έχουμε δώσει στον πατέρα σας για να τα επενδύσει». Όταν αποκαλύφθηκαν οι οικονομικές απάτες του πατέρα του Λε Καρέ, όπως η παραπάνω, κατέληξε στη φυλακή, εκτίοντας ποινές σε διάφορα μέρη του κόσμου.
Σε μια περίσταση, ενδεικτικά, ο Λε Καρέ παραδέχτηκε «με ντροπή» ότι τα δύο αδέρφια εξαναγκάστηκαν να πείσουν ένα ζευγάρι ηλικιωμένων διπλωματών ότι θα παραλάμβαναν μια επιταγή από τον πατέρα τους
Ο πατέρας του συνήθιζε επίσης να διοργανώνει πολυτελή πάρτι, με όμορφα κορίτσια και ανθρώπους του υποκόσμου. Χρόνια αργότερα, ο Λε Καρέ θυμόταν ότι μια οικογενειακή φωτογραφία τους είχε βρεθεί στο προσωπικό αρχείο ενός γκάνγκστερ, του Τσάρλι Κρέι.
Η μητέρα του Λε Καρέ, Όλιβ, η οποία σύμφωνα με τον συγγραφέα δεν τον είχε αγκαλιάσει ποτέ, δραπέτευσε από τον απατεώνα και γυναικά σύζυγό της εγκαταλείποντας τους γιους της. Ο Τζον Λε Καρέ την ξανασυνάντησε όταν εκείνος ήταν 21 ετών, να έχει ξεκινήσει μια εντελώς νέα ζωή και να έχει αποκτήσει δύο ακόμα παιδιά. Η μοναδική εικόνα που είχε για τη μητέρα του ήταν εκείνη μιας γυναίκας «κοκαλιάρας και πολύ ψηλής» με φωνή «σαν της Κυρίας Θάτσερ».
Σε μια επιστολή του προς τον αδερφό του έγραφε για την εμπειρία της μητρικής εγκατάλειψης: «Ήμασταν παγωμένοι ως παιδιά και θα παραμείνουμε για πάντα έτσι».
Σε μια επιστολή του προς τον αδερφό του έγραφε για την εμπειρία της μητρικής εγκατάλειψης: «Ήμασταν παγωμένοι ως παιδιά και θα παραμείνουμε για πάντα έτσι».
Ένα από τα λίγα φωτεινά σημεία της παιδικής ηλικίας του ήταν η απόφαση του πατέρα του να τον στείλει σε ένα ακριβό σχολείο (το ίδιο όπου θα φοιτούσε αργότερα και η δούκισσα του Κέιμπριτζ), το οποίο ωστόσο ο ίδιος θα περιέγραφε αργότερα ως «υπερβολικά θρησκόληπτο». Για να δραπετεύσει, μάλιστα, από το θρησκευτικό περιβάλλον των σπουδών του, επέλεξε να συνεχίσει σε πανεπιστήμιο της «ουδέτερης» Ελβετίας, στη Βέρνη, όπου έκανε τα πρώτα του βήματα στις μυστικές υπηρεσίες.
Δύο χρόνια πριν από το πτυχίο του ο πατέρας του χρεοκόπησε και ο Λε Καρέ αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Βρετανία, όπου παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο, Αν, με την οποία απέκτησε τρεις γιους, ενώ παράλληλα λάμβανε έναν πενιχρό μισθό ως δάσκαλος.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός του προερχόταν από τις μυστικές υπηρεσίες, που χρηματοδότησαν και τη συνέχιση και ολοκλήρωση των σπουδών του, στο Κολέγιο Λίνκολν της Οξφόρδης.
Ενώ εργαζόταν επίσημα ως δάσκαλος, το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός του προερχόταν από τις μυστικές υπηρεσίες, που χρηματοδότησαν και τη συνέχιση και ολοκλήρωση των σπουδών του, στο Κολέγιο Λίνκολν της Οξφόρδης.
Εξελίχθηκε σε κατάσκοπος της MI-6 και εστάλη στην πρεσβεία της Βόννης, για να προσφέρει, ως μυστικός πράκτορας, τις υπηρεσίες του, αναλαμβάνοντας γραμματειακό ρόλο ως κάλυψη. Κατόπιν μεταφέρθηκε στο Αμβούργο, όπου άρχισε να ασχολείται, παράλληλα, με τη συγγραφή. Η επιτυχία του μυθιστορήματός του «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο» (1963) του επέτρεψε να αφοσιωθεί στη μυθιστοριογραφία. Άλλωστε, η στροφή καριέρας ήταν πλέον μονόδρομος: Όταν ο Βρετανός πράκτορας Κιμ Φίλμπυ αυτομόλησε στη Ρωσία αποκάλυψε τα ονόματα όλων των Βρετανών συναδέλφων του, οπότε η MI-6 αναγκάστηκε να αποδεσμεύσει τον Τζον Λε Καρέ.
Η κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματός του εκτόξευσε τη φήμη του, αλλά ενώ η καλλιτεχνική καριέρα του βρισκόταν σε άνοδο, η προσωπική ζωή του περνούσε κρίση. Η σύζυγός του, Αν, είχε ονειρευτεί, σύμφωνα με την Daily Mail, τη ζωή της γυναίκας ενός πρέσβη, όχι ενός συγγραφέα, έστω και αν επρόκειτο για μπεστσελερίστα.
Την ίδια περίοδο, ο Λε Καρέ ανέπτυξε στενή φιλία με τον επίσης συγγραφέα και σεναριογράφο Τζέιμς Κεννάουεϊ και τη γυναίκα του, Σουζάν. Ο Κεννάουεϊ ήταν διαβόητος για τις εξωσυζυγικές του περιπέτειες και η Σουζάν, θέλοντας ενδεχομένως να τον πληρώσει με το ίδιο νόμισμα, σύναψε ερωτική σχέση με τον κολλητό του, Λε Καρέ.
Ο Κεννάουεϊ ήταν διαβόητος για τις εξωσυζυγικές του περιπέτειες και η Σουζάν, θέλοντας ενδεχομένως να τον πληρώσει με το ίδιο νόμισμα, σύναψε ερωτική σχέση με τον κολλητό του, Λε Καρέ.
Όταν ο Κεννάουεϊ ανακάλυψε την προδοσία, έξαλλος από ζήλια, απείλησε να σκοτώσει τον Λε Καρέ και τη γυναίκα του. Η Σουζάν, σε μια σκηνή που μοιάζει βγαλμένη από μυθιστόρημα, έτρεξε προς τις γραμμές του τρένου, θέλοντας να δώσει η ίδια τέλος στη ζωή της.
Τελικά το ζεύγος Κεννάουεϊ συμφιλιώθηκε, αλλά οι δύο συγγραφείς ξέκοψαν και ο Τζέιμς σκοτώθηκε το 1968 σε τροχαίο δυστύχημα.
Ο γάμος των Λε Καρέ τελείωσε το 1971 και, έναν χρόνο αργότερα, ο λογοτέχνης παντρεύτηκε την Τζέιν Γιούστις, με την οποία απέκτησε έναν ακόμη γιο. Ωστόσο ο Λε Καρέ, ακολουθώντας κατά κάποιον τρόπο τα χνάρια του πατέρα του, δεν κατάφερε να της αφοσιωθεί πλήρως. Ή όπως θα το έθετε η ίδια με κάποια στωικότητα, κάνοντας μια αναδρομή στην κοινή τους ζωή την οποία μοιράστηκαν για πενήντα χρόνια, μέχρι το θάνατό του: «Κανένας δεν μπορεί να έχει ολοκληρωτικά δικό του τον Ντέιβιντ».
Ακολουθήστε το WomanToc στο Instagram
photo: EPA/MAURIZIO GAMBARINI