Ιανουάριος 2005, είμαι στο αυτοκίνητο, εγκλωβισμένη στην κίνηση. Το κινητό χτυπάει και μια ευγενική, γυναικεία φωνή ζητάει να με συνδέσει με τον κύριο Θέμο Αναστασιάδη.
Δεν τον γνώριζα, δεν είχα ποτέ μιλήσει μαζί του. «Γεια σας», ακούω από την άλλη γραμμή. Οφείλω να ομολογήσω ότι δυσκολεύτηκα να ξεκαθαρίσω τι μου έλεγε, το ίδιο πάθαινα και όταν τον παρακολουθούσα στην τηλεόραση. Θυμάμαι να προσπαθώ, με μεγάλη συγκέντρωση, να ξεκαθαρίσω μια λέξη του. «Θέλω μια φωτογράφιση... μία εφημερίδα... όλα εντάξει... τα λέμε το απόγευμα στο γραφείο...». Αυτές ήταν οι λέξεις που ξεχώρισα.
Κρατάω το τηλέφωνο και με μεγάλη απορία λέω δυνατά, μιλώντας μόνη μου: «Δεν κατάλαβα τίποτα».
Πριν προλάβω να πανικοβληθώ ακούω με μεγάλη μου χαρά την ευγενική, γυναικεία φωνή, η οποία μου δίνει την διεύθυνση για τη συνάντηση.
Την ίδια μέρα, αργότερα, φτάνω στο Μαρούσι, στο σημείο που είχε ορισθεί το ραντεβού. Σε έναν χώρο σχεδόν άδειο. Ο Θέμος βρίσκεται σε ένα γραφείο που έχει μόνο δυο καρέκλες και μια φωτογραφία του -που μοιάζει με τον Αλ Καπόνε.
Είναι απίστευτα ευγενικός και με ενθουσιασμό μου εξηγεί ότι θα βγει μια καινούρια εφημερίδα και θέλει να κάνουμε την φωτογράφιση για το λανσάρισμά της.
Λίγο καιρό μετά, στις 8 Φεβρουαρίου, βρισκόμαστε στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία, στην προεδρική σουίτα. Συγκεκριμένα, στο μπάνιο. Το κινηματογραφικό συνεργείο είναι σε πυρετώδεις προετοιμασίες για το διαφημιστικό βίντεο που θα γυριστεί.
Θυμάμαι να κυριαρχεί μια αλλόκοτη αγωνία, μια αναστάτωση, μια τρέλα μέχρι που εμφανίστηκε ο Θέμος με το μπουρνούζι. Μπαίνει μαζί με τον Μάκη Τριανταφυλλόπουλο μέσα στην μπανιέρα που ξεχείλιζε από σαπουνάδα και ροδοπέταλα. Ήταν από τις πιο γρήγορες και αστείες φωτογραφίσεις που έχω κάνει.
Όταν ο Θέμος σηκώνει το ποτήρι και μου λέει «στην υγειά σου», γλιστράω στη σαπουνάδα και πέφτω, φαρδιά πλατιά στα πλακάκια του πατώματος. Ξεσπάμε σε γέλια και αυτό ήταν το τελευταίο μου κλικ.
«Γούρι, γούρι» μου φωνάζει και ξεκαρδίζεται. Η εφημερίδα κυκλοφόρησε λίγες μέρες αργότερα και εγώ δεν τον φωτογράφισα ποτέ ξανά.