«Είμαι πολύ λυπημένος έφυγε εν ειρήνη. Ό Μέγας μπάρμαν όλων των εποχών, Γιάννης Κλεισούρας μετά από πολλές ταλαιπωρίες από την επάρατο νόσο. Μια ζωή παιδί ήταν ο Γιάννης πάντα με τον καλό του λόγο τά γλέντια και η πλάκες δεν περιγράφονται αλλά ούτε ξαναγίνονται. Στην Μύκονο άφησε την σφραγίδα του στα διάσημα μπαρ Πιέρος, Καπρίς, Βεγγέρα, Φιλιππή κ.α. Ήταν ό μπάρμαν που έβλεπε τον πελάτη και ήξερε τι πίνει και σε τι ποτήρι .
Δίπλα στον Γιάννη μαθήτευσαν πολλοί μπάρμαν. Δε θα ξεχάσω ποτέ μια χρονιά παραμονές Χριστουγέννων στην Βεγγέρα με καταρρακτώδη βροχή, τρεις τα ξημερώματα, τον Γιάννη να τραγουδάει επάνω στο μπαρ «άναψε το τσιγάρο δωσ' μου φωτιά» κάνοντας την Μπέμπα Μπλανς. Κάποιοι από τα γέλια κατουρηθηκαν. Γιάννη θά σε θυμόμαστε πάντα όλοι οι φίλοι και φίλες».
Αυτά γράφουν φίλοι, γνωστοί και αγαπημένοι του στο φέισμπουκ, αποχαιρετώντας τον Γιάννη Κλεισούρα, που για τις δεκαετίες του '80 και του '90 ήταν o απολυτος μπάρμαν, προσωπικότητα, μορφή της Μυκόνου. Μαζί με αυτόν έφυγε και κάτι από την ελαφρότητα των χρόνων εκείνων.
Ένα βιβλίο γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο από αυτόπτη μάρτυρα. Αυτοβιογραφικό χρονικό στην ελευθεριάζουσα Μύκονο των δεκαετιών του '70 και του '80 μ’ έναν τρόπο ζωής έξω και πέρα από τα καθιερωμένα.
Εικονογραφημένο με 39 ασπρόμαυρες και 144 έγχρωμες φωτογραφίες. Παρθένα άχτιστα εδάφη, παραλίες γυμνιστών, θρυλικά μαγαζιά της νύχτας που δεν υπάρχουν πια, drag show, πάρτι κλπ. Ένας «χάρτης» από τα εστιατόρια, τα μπαρ, τα νάϊτκλαμπ και τα πρόσωπα μιας εποχής του νησιού, άγνωστης στους σύγχρονους Έλληνες.
«Μύκονος – μια μυθολογία» είναι ο τίτλος του βιβλίου που έγραψε ο Αντώνης Μακραντώνης.
Ιδού ένα απόσπασμα από σελ. 351 μέχρι σελ.354
ΜΥΚΟΝΟΣ μια μυθολογία / 1985
Στη Χώρα, τουρίστες σε γκρουπ, περπατάνε στα σοκάκια, μπαίνουν στα μαγαζιά, στα εστιατόρια, στα μπαρ, στις ντίσκο. Βλέπω περισσότερα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, ηλικίες μεγαλούτσικες, παιδιά και οικογένειες, με αισθητική, αλλά και διάθεση ασύμβατη εδώ. Περισσότερη περιέργεια για τους «αμαρτωλούς» παρά διάθεση συμμετοχής. Μικροαστικές νοοτροπίες, αλλά και εκδηλώσεις και συμπεριφορές κομπλεξικές, ιδιαίτερα για τους gay. Στην βόλτα στο Ματογιάνι βλέπω πολλούς επισκέπτες συντηρητικούς να κοιτάνε τους άλλους μ’ ορθάνοιχτα μάτια, με απέχθεια. Το Ζήσε όπως θέλεις κι άσε τους άλλους να ζήσουν όπως θέλουν που ίσχυε εδώ, αλλάζει. Οι δήθεν έχουν γίνει πολλοί. Όλο και περισσότερες πλαστές προσωπικότητες, περισσότεροι υποκριτές, αναμιγνύονται με τους αυθεντικούς. Σύντομα θα ψάχνεις με μεγεθυντικό φακό να βρεις, να ξεχωρίσεις ένα πρωτότυπο χαρακτήρα έναν απροσποίητο άνθρωπο.
Τώρα στην Παράγκα οι περισσότεροι φοράνε τα μαγιό τους. Τώρα στο Paradise και στο Super μόνο λίγοι κολυμπάνε γυμνοί. Στις παραλίες βρίσκω δάση από ενοικιαζόμενες ομπρέλες και ξαπλώστρες. Εστιατόρια-μπαρ ξεφυτρώνουν συνέχεια σε κάθε μιά. Στα καινούρια μαγαζιά προτρέπουν, οδηγούν με τσιφτετέλια και τραγούδια του συρμού τους πελάτες-επισκέπτες της παραλίας να πίνουν, να μεθάνε και να ξεφαντώνουν μεσημεριάτικα δίπλα στη θάλασσα. Το ντάπα-ντούπα απ’ τα ηχεία του κάθε μαγαζιού, ανταγωνίζεται σε ένταση το ντάπα-ντούπα του διπλανού του. Οι αραχτοί στις ξαπλώστρες ακούνε μιά κακοφωνία από διαφορετικές μουσικές παιγμένες ταυτόχρονα στο τέρμα.
Δεν μπορώ να ηρεμήσω, ούτε να εισπράξω ήλιο και θάλασσα με αυτές τις συνθήκες. Όλ’ αυτά κάνουν για μένα την παραμονή σε κάθε τέτοια παραλία αδύνατη.
Μέχρι «χθες» στο νησί, επίσκεψη στην παραλία σήμαινε για μένα επαφή με τη φύση, ξάπλωμα στην άμμο, κολύμπι στη θάλασσα, ηλιοθεραπεία, ησυχία, διάβασμα ενός βιβλίου, ξενέρωμα απ’ το χθεσινό μεθύσι, ηρεμία, αποφόρτιση, αναπλήρωση ενέργειας. Αλλά βέβαια σήμαινε και ερωτική αλληλεπίδραση, ερωτικό παιχνίδι με αυθεντικό, ειλικρινές ενδιαφέρον ή αδιαφορία, με φλερτ χωρίς βιασύνη ή πίεση.
Τα μπαρ έχουν αρχίσει να παίζουν μουσικές mainstream. Τα πρώτα ποτά-μπόμπες εμφανίζονται από ‘δώ κι από ‘κεί.
«Δεν μπορώ να καταλάβω πώς τώρα οι λουόμενοι υπομένουν αυτή την αδικαιολόγητη φασαρία, αυτή την κακοφωνία από διαφορετικές μουσικές ταυτόχρονα με τέρμα την ένταση, τις ρακέτες, τα σούρτα-φέρτα, την επίδειξη, τον συνωστισμό στις ξαπλώστρες και τις ομπρέλες, τους βιαστικούς σερβιτόρους να κινούνται ανάμεσα, το δήθεν high περιβάλλον.
Η εικόνα, η ατμόσφαιρα κι η συμπεριφορά στις παραλίες της Μυκόνου έχουν αρχίσει να μοιάζουν μ’ αυτές που επικρατούν σε οποιαδήποτε άλλη φτηνή, κατάμεστη Ελληνική πλάζ. Πουλ μουρ επίδειξη, κουτσομπολιό, μεζεδάκια, ποτάκια, φιλιά και λαϊκό τσα-τσα.
Τα μπαρ έχουν αρχίσει να παίζουν μουσικές mainstream. Τα πρώτα ποτά-μπόμπες εμφανίζονται από ‘δώ κι από ‘κεί. Οι μαγαζάτορες λένε:
-«Ναι, δουλειά υπάρχει, γεμίζουμε, αλλά τώρα δουλεύουμε περισσότερο για μικρότερο αποτέλεσμα. Μπαίνουν μέσα, παίρνουν ένα ποτό, το κρατάνε στο χέρι και το πιπιλάνε όλη νύχτα».
Οι πελάτες στα καταστήματα, τώρα κάνουν παζάρια πριν αγοράσουν. Οι πωλητές πρέπει να πουλάνε και να προσέχουν το εμπόρευμα γιατί γίνονται κλοπές. Μικροκλοπές στις παραλίες, στα σπίτια και στα ξενοδοχεία. Η εποχή που αφήναμε τα σπίτια ξεκλείδωτα έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Καυγάδες και τσαμπουκάδες στα μπαρ και στους δρόμους. Φέτος η Χωροφυλακή συγχωνεύτηκε με την Αστυνομία Πόλεων και έγινε ΕΛ.ΑΣ. Η δύναμη των σωμάτων ασφαλείας αυξήθηκε εντυπωσιακά. Αστυνομικοί και Λιμενικοί. Τα πρώτα μπλόκα στους δρόμους. Αλκοτέστ. Συλλήψεις για ναρκωτικά.
Καινούρια κτίρια παντού. Τα ενοικιαζόμενα δωμάτια έχουν πολλαπλασιαστεί. Όλα γεμίζουν.
Στο Παλιό Λιμάνι, πολλά πλοία φτάνουν κάθε μέρα. Περισσότερα από οποιοδήποτε άλλο νησί στις Κυκλάδες. Όλα μεταφέρουν κάθε είδους οχήματα. Πολλά ενοικιαζόμενα μηχανάκια κι αυτοκίνητα. Οι δρόμοι έχουν αρχίσει να πήζουν. Μποτιλιαρίσματα τις ώρες της αιχμής. Πολλά τροχαία ατυχήματα. Μερικά δυστυχήματα.
Πολλοί Έλληνες ανάμεσα στους επισκέπτες. Αρκετοί τουρίστες του Σαββατοκύριακου απ’ την Αθήνα. Η ζεστή, φιλική αύρα του μικρού χωριού διακοπών με την ελευθερία στην συμπεριφορά, μεταβάλλεται σε ατμόσφαιρα γρήγορης τουριστικής πόλης του συρμού.
Όλοι βιάζονται ν’ αρμέξουν την αγελάδα που λέγεται τουρισμός. Αδιαφορούν αν έτσι την εξαντλούν, την υποβαθμίζουν, την υπονομεύουν. Ο κάθε Μυκονιάτης, αλλά και όλοι εμείς που μένουμε εδώ χρόνια, έχουμε αρχίσει να γινόμαστε σνομπ. Όλοι επιδιώκουν την εύνοιά μας, όλοι θέλουν να γίνουν φίλοι μας. Μας αναγκάζουν να είμαστε δύσπιστοι, κουμπωμένοι. Ν’ αποφεύγουμε, ν’ απορρίπτουμε, να επιλέγουμε. Σημεία των καιρών…».
*Με στοιχεία από enetpress.gr