~ Δέσποινα ~ (5 Μαρτίου) ~
Γεννήθηκα το ’23, σ’ ένα χωριό όπου πια δεν ζει κανείς. Κάτι χαλάσματα έχουν μείνει μόνο, και το Μνημείο Πεσόντων Βραχοπηγής, που υψώνεται μέσα απ’ το κουφάρι της εκκλησιάς. Το ΚΚΕ κάθε χρόνο καταθέτει στεφάνι, και μιλούν για δαύτο στα σχολειά, μα μόνο αγρίμια και πουλιά το κατοικούν.
Απ’ τα μικράτα μου, θυμάμαι πιο πολλά με το κορμί, παρά με το μυαλό μου: τη ζέστα της ξυλόσομπας στα πόδια μου, τα βράδια που έκαιγε και κόρωνε το σπίτι, κι όπως έπεφτα στο αχυρόστρωμα και σκεπαζόμουν με την μπατανία ήταν τόσο γλυκιά η θαλπωρή, που παρακαλούσα να μην τέλειωνε η νύχτα, να μην ξημέρωνε ποτέ – γιατί μόλις χάραζε, κι η μάνα μου με ξύπναγε με μια σκουντιά, να σηκωθώ, να μαζέψω τις στάχτες στο τσίγκινο πιάτο, και να στήσω καινούρια φωτιά, το πέτρινο σπίτι ήταν παγωμένο σαν ανήλιαγη σπηλιά· την ευωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού, ή της κολοκύθας, καθώς σιγόβραζε μες στο σιρόπι που έδενε, την αψάδα της κοπριάς και της λάσπης όταν κυνηγιόμασταν ξυπόλητα· τη θέα απ’ την άκρη της πλαγιάς, τη Φλώρινα, που φάνταζε στα μάτια μας θαυμαστή μεγαλούπολη, με το σινιάκι να κατακαθίζει πάνω της σαν λευκό σκουφί· τη φωνή της Κατίνας της τρελής, που ολημερίς καθόταν στο παράθυρο και τραγουδούσε, λέγοντας τραγούδια που μόνο εκείνη ήξερε, και που την έτρεφε όλο το χωριό, μια ο ένας και μια ο άλλος, όπως θα τάιζες αηδόνι στο περβάζι σου, να μη σου φύγει και χάσεις το κελάηδισμά του· το μεταξένιο χνούδι των νιογέννητων γατιών, πριν μου τα αρπάξει η μάνα μου για να τα πνίξει στον κουβά (τι κλάμα, τι χαμός, κάθε φορά! Να σκούζω χειρότερα απ’ τη λεχώνα, Μη τα σκοτώνεις, μη, μα η κυρά-Αννιώ ανένδοτη, Πάαινε, άιντε, κάθε φορά η ίδια ιστορία, μια γάτα φτάνει για να χάφτει τα ποντίκια, δε θα μας τρώνε το ψωμί τα ζούδια!)
Ήτανε γέροι οι γονείς μου όταν μ’ έκαναν – πιο μικροί απ’ ό,τι είμαι τώρα, σαραντάρηδες, όμως τα χρόνια εκείνα λογίζονταν σχεδόν ηλικιωμένοι, έτσι που έσβηνε ο κόσμος με το παραμικρό, σαν χαρακιά στην άμμο, από έναν πυρετό ή κι από μια γρατζουνιά ακόμα. Αφού όταν η μάνα μου γκαστρώθηκε, ήτανε τέτοια η λαχτάρα τους, που φώναξαν γιατρό απ’ την πόλη, βέβαιοι πως της είχε κοπεί το αίμα από καρκίνο, κι αυτός τους καθησύχασε, Αξιοπερίεργος κι αξιοθαύμαστος η ανθρωπίνη φύσις. (Δε λησμονώ, ωστόσο, την αρχή της μοίρας μου: ότι η μάνα μου, σαν μ’ ένιωσε μέσα της, πρώτα σκέφτηκε πως ήμουνα καρκίνος.) Κι επειδή με είχαν τάξει στην Παναγία τη Βραχοπηγιώτισσα, όταν ξεμύτισα – μεσάνυχτα Δεκαπενταύγουστου – με βαφτίσανε Δέσποινα. Μοναχοκόρη, φυσικά.
Παρ’ όλο που, πιστεύοντας ότι θα μέναν άκληροι, είχανε δέσει στα χούγια τους, οι γονείς μου ήταν μαζί μου πράοι σαν τ’ αρνιά: σε σύγκριση με τα παιδιά των χωριανών, που τρώγαν ξύλο με τη σέσουλα – ξύλο άγριο, ιδίως τα αγόρια: μύτες-χείλια ματωμένα, μαλλιά ξεριζωμένα, μέχρι σπασμένα κόκαλα – εγώ το πολύ να ’τρωγα κάνα σκαμπίλι, απ’ τη μάνα μου, κι αυτό μονάχα όταν της είχα πρήξει το συκώτι και δεν άντεχε άλλο. Ο κυρ-Γιακείμης, ο πατέρας μου, άπλωνε χέρι – ένα χέρι τρανό και τραχύ, με χώμα ριζωμένο στα αυλάκια της παλάμης που δεν έφευγε μ’ όλο το μοσχοσάπουνο του κόσμου – μόνο για να με χαϊδέψει, να μου ανακατέψει τα μαλλιά, να μου τσιμπήσει το μάγουλο, ή να με πιάσει με δείχτη κι αντίχειρα απ’ το πιγούνι, ώστε να τον κοιτώ στα μάτια καθώς με δασκάλευε.
Το τωρινό μου σπίτι, το διαμέρισμα όπου πρωτόρθα σαν φοβισμένο δουλικό, το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Χρήστος μου, κι όπου έζησα τις πιο μεγάλες χαρές και τους φριχτότερους καημούς της ζωής μου, μοιάζει παλάτι σε σύγκριση με κείνο που μεγάλωσα. Μια κάμαρα ήταν όλο κι όλο, όπως και τα περισσότερα χωριατόσπιτα της Βραχοπηγής, μ’ έναν ξύλινο χαλέ στο πίσω μέρος, και πλάι το κοτέτσι και το μαντρί με τα ζωντανά. Ό,τι βλάσταινε στην αυλή, η μάνα μου το μάζευε και το ’ριχνε στο τσουκάλι – χαμομήλι, βοτάνια για κατάπλασμα, λάπαθα και ραδίκια για πίτα. Μ’ εξαίρεση δυο-τρεις γραμματιζούμενους (τον γιατρό, τον δάσκαλο του μονοθέσιου, τον παπά), όλοι οι υπόλοιποι, άντρες-γυναίκες, ήταν αγρότες και βοσκοί, όσο τους άφηνε η δύστροπη γη του Βέρνου, κι οι αρρώστιες που κάθε τόσο θέριζαν τα ζώα, εύκολα όσο και τους ανθρώπους. Ο θάνατος ήταν τόσο συχνός λωποδύτης, που μέχρι κι εμείς τα παιδιά είχαμε συνηθίσει την όψη του, κι είχαμε καταλάβει πως ήταν ανελέητος: απ’ τη γριά που σανίδωνε και την ξενυχτούσαν, ταβλιασμένη στο ντιβάνι με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος κι ένα μαντίλι δεμένο γύρω απ’ το σαγόνι, να μην κρεμάει ξαφνικά το στόμα και σου κόβονται τα ήπατα, μέχρι την έντρομη πουλάδα που αρπάζαμε απ’ το κοτέτσι, για να την πάμε στη μάνα ή στον πατέρα μας για σφάξιμο (την πρώτη φορά, άντε τη δεύτερη, είχα μπήξει τα κλάματα, γιατί καθώς δεν είχα κούκλες ή άλλα παιχνίδια, οι κότες ήτανε μια συντροφιά – μα σύντομα έμαθα ότι, αν δε χύσεις αίμα, η κοιλιά δε γεμίζει.) Θυμάμαι μοναχά την αγωνία μου, όταν πέθαινε κάποιος συχωριανός, μην έρθει η σειρά των γονιών μου – και τα βράδια, πριν με πάρει ο ύπνος, έκανα παζάρια με τον Θεό: Μην πάρεις τη μανούλα μου, πάρε την κυρά-Ξένη, που ’ναι εκατό χρονώ και δεν έχει κανέναν και κανείς δεν τη χωνεύει γιατί είναι στρίντζω και φαφούτα κι όταν παίζουμε το τόπι μας διώχνει απ’ την αυλή της με τη σκούπα.
Πόσο μικρός ήταν ο κόσμος μου! Ίδιο μυγόχεσμα στον χάρτη, διακόσια βήματα απ’ τη μιαν άκρη ως την άλλη. Μέχρι τα δεκατέσσερα, όταν μου ’λαχε το μεγαλύτερο καλό με τη θωριά της συμφοράς, μόνο μέχρι τη Φλώρινα είχα πάει, κι αυτό μία φορά, όταν ο πατέρας μου με πήρε παρέα με το γομάρι για να κατέβει ν’ αγοράσει κάτι φυτοφάρμακα – κι ήταν τέτοιος ο σαματάς κι η πολυκοσμία σε σύγκριση με τη Βραχοπηγή, που ’χα κολλήσει πάνω στο σαμάρι, με τα χέρια γύρω απ’ τον λαιμό του γαϊδάρου, μη με παρασύρει ο χαλασμός και χαθώ για πάντα. Κι ούτε που μου περνούσε, βέβαια, απ’ το μυαλό πως θα ’φευγα ποτέ· ήτανε σαν τα παραμύθια που μας διάβαζε ο κυρ-Θόδωρος ο δάσκαλος στην τάξη: άλλοι τόποι, άνθρωποι με ζωές αλλιώτικες απ’ των δικών μου, δεν υπήρχανε στ’ αλήθεια – λόγια του αέρα, για να περνά η ώρα. Όταν μεγάλωνα, θα παντρευόμουν κάποιο απ’ τ’ αγόρια που ’χα αφήσει να με φιλήσουνε στο μάγουλο (στη ζούλα, πίσω απ’ τα ακριανά δέντρα του δάσους), και θα μέναμε σ’ ένα πετρόσπιτο ίδιο με το δικό μας, και το μόνο που θ’ άλλαζε ήταν ότι εγώ δεν θα έκανα μόνο ένα παιδί, αλλά δέκα. (Δεν ήξερα, βλέπεις, ότι κι ένα παιδί φτάνει να σου γεμίσει την καρδιά, να γίνει αίμα σου αληθινό – αν κόψω τώρα, εδώ, το χέρι μου, θα τρέξει Χρήστος.)
Είναι και κάτι ακόμα που θυμάμαι, και που όπως κι αν το πω θ’ ακουστώ φαντασμένη, επιπόλαιη – χαροκαμένη μάνα και ν’ ακκίζεται; Μα αν δεν το πω, η ιστορία μου θα χάσει κάθε νόημα, μιας κι αυτό ήταν η αιτία για όσα έζησα.
Ήμουν όμορφη· μ’ αυτή την ομορφιά που γυρίζει κεφάλια, που γραπώνει τις καρδιές σαν μέγγενη. Δε χρειαζόμουν καθρέφτη – που έτσι κι αλλιώς δεν είχαμε – να μου το πει. Ήταν στο βλέμμα της μάνας μου, όταν καμιά φορά, αφήνοντας στη μέση την αγγαρεία εκείνης της στιγμής, έπιανε το μούτρο μου ανάμεσα στα χέρια της και με κοιτούσε αχόρταγα – τα γκριζογάλανα μάτια μου, τα κόκκινα, ολόισια μαλλιά μου, τις αμέτρητες φακίδες στο γαλατερό μου δέρμα – κι αφού μ’ έφτυνε, έκανε τον σταυρό της και ξανάπιανε τη δουλειά, μα αφηρημένα, αδέξια, σαστισμένη, θαρρείς, με το πλάσμα που ’χε φέρει στον κόσμο· ήταν στις φωνές των αγοριών, που κόμπιαζαν και τραύλιζαν και γύριζαν αλλού τα μάτια όταν μου μιλούσαν – αλλά και στους καυγάδες τους, όταν τσακώνονταν και παίζανε ξύλο για το ποιος θα ’ρθει μαζί μου βόλτα στην πλαγιά· ήταν στην αγριωπή ματιά του παπά-Φώτη, που μ’ έβαζε να κοινωνήσω τελευταία σ’ όλο το χωριό, ίσως επειδή, όπως τον είχα κρυφακούσει να λέει, ήμουνα ρούσα σαν τον Ισκαριώτη. (Μπορεί αυτό να ’ταν η αιτία, κι όχι η ομορφάδα μου: ότι, σαν σπάνια πεταλούδα ή εξωτικό πουλί, είχα ασυνήθιστα χρώματα.) Υπάρχουν, βέβαια, άνθρωποι που δεν νιώθουν ποτέ την καλλονή τους – ή την ξεχνούν, όπως ξεχνάς ότι τα πόδια μπαίνουν σε σειρά για να βαδίσεις. Όμως εγώ δεν ήμουν έτσι: είχα καταλάβει από νωρίς ότι οι άλλοι γύρευαν κάτι από μένα – ένα κομμάτι αυτού που μου ’χε δώσει η τύχη. Να μπορούν, έστω, να με κοιτούν, σαν ήλιο δικό τους, στο σπίτι και στο στρώμα τους.
Έτσι, δεν έγινα η αγρότισσα που φανταζόμουνα μικρή, ούτε η βοσκοπούλα που μεγαλώνει και γερνά και γίνεται το χώμα που πατάνε τα παιδιά και τα εγγόνια της. Για μένα, το παραμύθι έμελλε να αληθέψει – έστω κι αν ο πρίγκιπάς μου δεν ήταν από αρχοντική γενιά, και δεν είχε μήτε παπούτσια δικά του.
Δείτε την ανάρτηση στη σελίδα του στο φέισμπουκ: