«Εμένα ο θάνατος δεν με ενδιαφέρει, εκεί ο πέλεκυς είναι μια και καλή, μια κι έξω, σε κόβει και τελειώνεις. Εκείνο που φοβάται κανείς είναι ο πόνος, τα μαρτύρια, τα βασανιστήρια», είχε πει ο Μάνος Ελευθερίου.
Ο σπουδαίος Έλληνας στιχουργός, πεζογράφος και ποιητής, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών, τον Ιούλιο του 2018. Τις τελευταίες του μέρες νοσηλευόταν στο νοσοκομείο Σωτηρία και απεβίωσε από ανακοπή καρδιάς τα ξημερώματα.
Ήταν ένας άνθρωπος απλός και προσγειωμένος παρά το καθοριστικής σημασίας για τον ελληνικό πολιτισμό έργο του. Έγραψε ποιητικές συλλογές, διηγήματα, μία νουβέλα, δύο μυθιστορήματα και περισσότερα από 400 τραγούδια και συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους συνθέτες και τραγουδιστές της Ελλάδας.
Μεταξύ άλλων, τα τραγούδια «Ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά», «Σ’ αυτή τη γειτονιά», «Παραπονεμένα λόγια», «Οι ελεύθεροι κι ωραίοι», «Μαρκίζα», «Στων αγγέλων τα μπουζούκια», «Ερημοι σταθμοί», «Αμλετ της Σελήνης», πέρασαν στο συλλογικό, μουσικό DNA, έγιναν σύμβολα μιας εποχής και αποτελούν μια διαχρονική παρακαταθήκη.
Ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Γιάννης Σπανός, ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Σταμάτης Κραουνάκης, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης είναι μόνο μερικοί από τους καλλιτέχνες με τους οποίους συνδέεται το έργο του, ενώ παράλληλα, εργάστηκε και ως αρθρογράφος, επιμελητής εκδόσεων, εικονογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός.
Το μόνο πράγμα για το οποίο μετάνιωσε, ήταν, όπως είχε πει σε συνέντευξή του στη Γιώτα Συκκά για την Καθημερινή, το ότι δεν έγραψε λαϊκά-ερωτικά τραγούδια, ενώ μπορούσε.
Διαβάστε παρακάτω αποσπάσματα της συνέντευξης που δημοσιεύτηκε το 2016.
Γράψατε 400 και πλέον τραγούδια σε πέντε δεκαετίες, ξεκινώντας κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής σας θητείας στα Γιάννενα. Πώς ήταν η διαδρομή μέχρι σήμερα;
Ήταν δύσκολη. Αν μετάνιωσα για κάτι, είναι που δεν έγραψα λαϊκά - ερωτικά τραγούδια, ενώ μπορούσα. Ιδιαίτερα με τον εξαίσιο Γιώργο Ζαμπέτα, ο οποίος ήταν και στενός μου φίλος. Κάποτε θέλησε να του διαβάσω ένα - δυο τραγούδια που είχε μελοποιήσει ο Γιάννης Μαρκόπουλος. «Για να δούμε τι άλλα τραγούδια γράφεις;», μου είπε. Του διάβασα ένα μεγάλο σε διάρκεια τραγούδι, απ’ αυτά που ο Μίκης Θεοδωράκης χαρακτηρίζει ποιήματα - ποταμός. Ηταν τα «Μαλαματένια λόγια». Το άκουσε με προσοχή και όταν τελείωσε μού είπε: «Βρε Μάνο μου, είναι ωραία αυτά που γράφεις, αλλά αυτό δεν είναι τραγούδι, είναι κατάθεση στον Αρειο Πάγο». Ο Ζαμπέτας αδικήθηκε, δεν τον θεωρούσαν εξίσου μεγάλο όπως άλλους. Εφταιγε και ο ίδιος. Με την παιδεία που είχε, θεωρούσε καταξίωση να υπάρχει στο ακροατήριό του ο Ωνάσης να σπάει πιάτα. Δεν του αρκούσε να έχει τη γνώμη του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη ή του Ξαρχάκου που τον θεωρούσαν «θεό».
Στα δικά σας τραγούδια προτιμούσατε πάντα την κοινωνική ματιά.
Με είχε κατακυριεύσει αυτό. Μπορούσα να γράψω ερωτικά τραγούδια. Τώρα είναι αργά. Διάφοροι συνθέτες έχουν στα χέρια τους τουλάχιστον 150 ανέκδοτα τραγούδια μου εδώ και πολλά χρόνια, κι εγώ στα συρτάρια μου άλλα τόσα ανέκδοτα. Ομως, εδώ και τέσσερα χρόνια γράφω μόνο πολιτικά τραγούδια. Είναι δύσκολη η περιπέτεια που ζούμε.
Γράφετε εύκολα;
Οχι, δύσκολα. Γράφεις ένα στίχο ή το τετράστιχο κι ύστερα περιμένεις τη θεία έμπνευση να συνεχίσεις. Εχω πολλά τετράστιχα που δεν φτιάχνουν ένα ακέραιο τραγούδι. Μια εικόνα μπορεί να γίνει στίχος, όπως μια δημοσιογραφική είδηση. Το «10 γραμμάρια» που έγραψα και μελοποίησε πέρυσι ο Λαυρέντης είναι για ένα παιδί στην επαρχία, το οποίο συνελήφθη για δέκα γραμμάρια χασίς. Εχω χιλιάδες αποκόμματα εφημερίδων. Μικρές ειδήσεις από την εποχή που οι παλιές εφημερίδες είχαν ανταποκριτές σε όλη τη χώρα.
Το θέατρο μπήκε πράγματι στη ζωή σας στα 12;
Ποτέ δεν μας πίεσαν σε ό,τι διάλεξε ο καθένας μας. Η μεγάλη αδερφή μου, που πέθανε πέρυσι και ήταν πολύ καλύτερη ποιήτρια από μένα, τελείωσε τη δραματική σχολή του Κουν. Ο αδερφός μου, τρίτος στη σειρά, που επίσης έφυγε, σπούδασε μουσική και η μικρή μου αδερφή 43 χρόνια στο Παρίσι, πήγε στην Μποζάρ. Τώρα είναι εδώ και με τρέχει στα νοσοκομεία. Η μητέρα μου ήταν ο στυλοβάτης της οικογένειας. Οικογένεια μικροαστική, τα έφερνε βόλτα, αλλά στη Σύρο είδα την απόλυτη πενία των ανθρώπων. Στο θέατρο με έπαιρνε μαζί της διότι ο πατέρας ταξίδευε, εκείνη ήταν 35 χρονών και ήταν άσχημο να κυκλοφορεί μονάχη της το βράδυ. Ετσι είδα τους μεγάλους καλλιτέχνες της επιθεώρησης στη Σύρο.
Από τους πρώτους σας στίχους ήταν «Το τρένο φεύγει στις 8». Δώσατε όμως τραγούδι και στην Πέγκυ Ζήνα «Οταν σωπαίνει ένα κορμί». Πώς και δεν ενδώσατε ποτέ στους διαχωρισμούς του ελληνικού τραγουδιού;
Ο Μάο έλεγε «αφήστε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν». Φαίνεται πως ήμουν και ολίγον μαοϊστής, αν και ουσιαστικά είμαι τροτσκιστής. Ενας σοφός φίλος τροτσκιστής έλεγε «ο Λέων Τρότσκι θα έκανε χειρότερα πράγματα απ’ ό,τι έκανε ο Στάλιν». «Και ο Λένιν;», ρώτησα. «Αυτός, αγαπητέ μου, θα έκανε τρισχειρότερα».
Ελπίζετε να φτιάξουν τα πράγματα;
Δεν θα ζω τότε, γιατί είμαι 78 χρόνων κι αυτό θα έρθει σε 20 χρόνια.