Κι ενώ η κουβέντα έχει φτάσει στο layering, στο πάντρεμα των ρούχων μεταξύ τους, που τόσο αγαπάει η εποχή, φόρεμα με παντελόνι για παράδειγμα, ή πουκάμισο με μπουστιέ από πάνω, η αναπόληση μας χτυπάει την πόρτα κι εμείς ανταποκρινόμαστε. Κάποιος πρέπει να πει την ιστορία, άλλωστε. Και η ιστορία της Λιάνας Καμπά ξεκινάει κάπου το 1986. Μέσα στην παραζάλη της περμανάντ, της βάτας και του λίκρα. Τότε η Λιάνα αποφάσισε να ράψει τις δικές της βελονιές πάνω στην ούγια της ελληνικής μόδας.
«Μεγαλώνω στην Αθήνα, κάνω σπουδές πάνω στα οικονομικά, δουλεύω στα βρετανικά ναυπηγία, μένω έγκυος, κάνω τον γιο μου, κλείνομαι στο σπίτι και δεν με χωράει ο τόπος. Δεν μπορώ να καθίσω πουθενά» λέει η ίδια με μετρώντας τις λέξεις της -είναι το πιστό αντίθετο της φλυαρίας. Για αυτό και ο λόγος της μετράει. Γιατί στερείται φιοριτούρας και επιπολαιότητας. Σαν τα ρούχα που σχεδιάζει.
«Ξεκινάω για πλάκα να φτιάχνω ζώνες, μετά συνεχίζω στα πλεκτά, όλα χειροποίητα, τα οποία τα δίνω χονδρική και σιγά-σιγά μεγαλώνει η ιδέα. Πάντα είχα μια μανία να φτιάχνω πράγματα με τα χέρια μου, ακόμα και τα ρούχα μου» εξηγεί. «Στα 80s βγαίναμε έξω υπερπαραγωγές. Στολιζόμασταν. Φτιάχναμε μόνοι μας τα ρούχα της κάθε βραδιάς».
-Έχεις νοσταλγία για εκείνη την εποχή;
Νοσταλγία, όχι ακριβώς. Δεν θα το έλεγα. Μου αρέσει που την έζησα. Τώρα που το βλέπω από μια απόσταση, μου αρέσει που υπήρξα μέρος της. Ήταν μια πολύ καλή εποχή, γενικά. Δημιουργούσες, υπήρχε ανταπόκριση, το έβλεπε ο κόσμος, το φόραγε, υπήρχε μία ζωντάνια, μία ζεστασιά, υπήρχε ένας ενθουσιασμός, που δεν υπάρχει τώρα. Για αυτό σου λέω, χαίρομαι που την έζησα αυτή την εποχή.
-Φτάνουμε στα 90s που εκεί έρχεται η δική σου καθιέρωση.
Ναι, ήταν πολύ δυνατή δεκαετία. Και όντως εκεί καθιερώθηκα. Η Ρούλα Κορομηλά είχε επιλέξει εμένα να την ντύνω στον Πρωινό Καφέ, κάτι που με βοήθησε πάρα πολύ στην καριέρα μου και εκτόξευσε αυτόματα το όνομά μου.
«Άρχισα να κάνω επιδείξεις στο ξενοδοχείο Intercontinental, γεμίζοντας με μεγάλη ευκολία τα δύο ballroom. Ήταν πάρα πολύ ωραία η ταχυπαλμία της στιγμής, αξέχαστη. Πρώτη σειρά ήταν η Ειρήνη Αθανασιάδη της Βραδινής, η Άννα Βίσση στο ξεκίνημά της, η Μαρίνα Λεμονή της Καλογήρου, ένα σωρό δημοσιογράφοι, η Αγάπη Βαρδινογιάννη, όλος ο κόσμος που τότε άστραφτε κάτω από τα κοσμικά φλας» συνεχίζει και καταδύεται στην πισίνα των αναμνήσεων.
«Τότε στις επιδείξεις δεν έρχονταν μόνο γυναίκες, είχαμε και πολύ καλό αντρικό κοινό. Θυμάμαι ότι στην πρώτη σειρά είχαμε το dream team του μπάσκετ, τον Φασούλα, τον Φιλίππου και τα άλλα παιδιά. Δεν υπήρχε ξένο μοντέλο στην πασαρέλα. Η φουρνιά των Ελληνίδων top model ήταν κορυφή. Μπέλα Αδαμοπούλου, Λάουρα, Νίκι Σόμερς, Μάσα Φασούλα, Μέριλιν, Τζένη Μπαλατσινού, Κουλιανού -μόλις είχε έρθει στην Ελλάδα, το 1993, με μακρύ μαλλί μπούκλα-, Μαρίνα Τσιντικίδου».
«Έχω πάρει μέρος στο fashion week της Τσεχίας σαν τιμώμενο πρόσωπο, έχω κάνει σόου με τον οργανισμό προώθησης εξαγωγών σε 4 μεγάλες πόλεις της Γερμανίας, Αμβούργο, Βερολίνο, Ντίσελντορφ και Μόναχο, μαζί με την Δάφνη Βαλέντε. Για κάποια χρόνια σχεδίαζα για τη Lapin, έφτιαχνα τα δικά μου ρούχα σε μινιατούρες» δίνει μερικούς από τους σημαντικούς σταθμούς στην πορεία της η Λιάνα.
Η χρυσή εποχή για την μόδα πασπαλιζόταν με glamorous υστερία και συμπάθεια. «Το φλερτ ήταν ακόμα υπαρκτό. Και το παιχνίδι με τα μάτια έδινε και έπαιρνε». To see and be seen. Μια έκφραση που έκανε πιένες. Όλοι έξω, όλοι σε κοινή θέα. Τα στέκια ανέπνεαν μέσα από τα καρδιοχτύπια των θαμώνων τους. Πολλά χρόνια πριν καν συλλάβουμε τη φράση «κάνω check in στο φέισπουκ» και το μυστήριο του «που να είναι αυτή η ψυχή» χαθεί για πάντα.
«Θέλαμε να ντυθούμε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Όλη αυτή η έκρηξη στο lifestyle ακολουθούσε και τη ζωή, τις νύχτες της και τις μέρες της. Ακρωτήρι στην παραλιακή, Έξτασι στα Βόρεια, Αυτοκίνηση...» θυμάται η Λιάνα.
ΟΤΑΝ ΤΟ ΚΟΛΩΝΑΚΙ ΗΤΑΝ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΜΟΔΑΣ
«Το μαγαζί στο Κολωνάκι ανοίγει το 1996. Μέχρι τότε πουλούσα μόνο χονδρική και στο ατελιέ στο Παλαιό Φάληρο. Το να βρίσκεσαι στο Κολωνάκι, εκείνη την εποχή, ισοδυναμούσε με το να βρίσκεσαι στο κέντρο της μόδας. Όλοι οι όροφοι γεμάτοι, όχι μόνο οι μπουτίκ στα ισόγεια. Χαρά, δημιουργία, ζωντάνια. Γύρω στο 2000 άλλαξαν τα πράγματα. Η κίνηση έπεσε, όχι βέβαια αυτό που έγινε το 2010, αλλά τα πράγματα κάθισαν. Επειδή πήγαινα πολύ καλά ανοίχτηκα, έκανα μαγαζί στη Γλυφάδα, στη Θεσσαλονίκη, στη Μύκονο και με την κρίση έκλεισαν και τα τρία» λέει.
Η επέλαση του fast fashion, σκέφτομαι. Αλλά δε φταίει μόνο αυτό. Μην γενικεύουμε.
«Σε αυτές τις εποχές πρέπει να πηγαίνεις πιο πολύ κόντρα. Δεν έχω κάνει έκπτωση στην ποιότητα. Δεν κοιτάζω ούτε τιμές, ούτε τίποτα και τελικά σε όποιον αρέσει κάτι δεν κοιτάζει ούτε αυτός τιμές» συνεχίζει η Λιάνα.
«Αν δεις φωτογραφίες παλιές θα δεις ότι θα μπορούσαν να είναι και τωρινά μου ρούχα. Με κάποιο τρόπο επικρατεί των τάσεων αυτό που έχω στο μυαλό μου, η δική μου φόρμα. Ίσως είναι το χέρι μου, το μάτι μου, πάντα καταλήγω σε κάποιες λεπτομέρειες που το αναγνωρίζεις. Σχεδιάζω στο χέρι. Δεν ξέρω να το κάνω στο κομπιούτερ. Μου αρέσει το χαρτί και το μολύβι. Ακόμα και τις σημειώσεις μου σε χαρτί τις κάνω. Δεν μπορώ να τις καταγράψω στο tablet ή στο iPhone».
-Πως αντιμετωπίζουμε τη μόδα στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή;
Φέτος κάτι νιώθω να αλλάζει. Δεν μπορώ να σου πω ότι είναι κάτι θεαματικό, αλλά βλέπω μία διαφορά, σε σχέση με την καθίζηση των προηγούμενων χρόνων και της οικονομικής κρίσης. Βλέπω τις γυναίκες λίγο πιο χαλαρές, πιο χαρούμενες, ψωνίζουν και κάτι που δεν το χρειάζονται. Το 2005, για παράδειγμα, έβγαιναν οι γυναίκες να δουν τη νέα σειρά του κάθε σχεδιαστή. Άσχετα αν ψώνιζαν ή όχι. Και ποια θα τα δει πρώτη. Είχαν μια τρέλα. Αυτό είναι κάτι που δε συμβαίνει πλέον. Τέλειωσε. Έχω πελάτισσες που κάνουν όλη τους την γκαρνταρόμπα από μένα, αλλά δεν είναι τα πράγματα όπως τότε. Φέτος, όμως, βλέπω μια διαφορά. Σαν να γλύκανε λίγο το πράγμα.
-Πώς είναι η εικόνα του Κολωνακίου εν έτει 2018;
Το Κολωνάκι δεν έχει καμία σχέση με αυτό που ήταν. Ειδικά κάποια βράδια μοιάζει με νεκρή πόλη. Αν μια γυναίκα θέλει να κάνει μια βόλτα να χαζέψει μαγαζιά δεν μπορεί. Υπάρχουν τέσσερα μαγαζιά και αυτά σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους. Έχει γεμίσει ο τόπος φούρνους, σουβλάκια και φαρμακεία, έχουν αχρηστευτεί ολόκληρα κομμάτια της περιοχής με αυτό τον τρόπο. Μου κάνει εντύπωση που κάποιος δεν προσπάθησε να το κρατήσει σαν κέντρο μόδας το Κολωνάκι. Σε όλες τις μεγάλες πόλεις του κόσμου υπάρχει κέντρο μόδας. Εδώ έμεινε μία Σταδίου. Μισή Σταδίου για την ακρίβεια.
Αναγνωστοπούλου 26, Αθήνα 106 73 / Κολωνάκι / Τηλέφωνο: 21 0364 1027