O Βάνιας κρύβει το πρόσωπό του από ντροπή, επαναλαμβάνοντας τη φράση «Τι να κάνω;». Φοβόται τα πολλά χρόνια που επρόκειτο να ζήσει ακόμη, χρόνια κενά, χωρίς νόημα. Ικετεύει τον Αστρόφ, τον γιατρό της περιοχής και φίλο του, να τον βοηθήσει να ξεκινήσει μια νέα ζωή. Ο Αστρόφ παραδέχεται ότι δεν μπορεί να βοηθήσει και ζητά πίσω αυτό που, όπως ισχυρίζεται, του έκλεψε ο Βάνια, ένα μπουκαλάκι μορφίνης.
Η Σόνια εμφανίζεται. Ο γιατρός τής απευθύνει έκκληση για βοήθεια, μια και ο Βάνια αρνείται να του δώσει τη μορφίνη. Τελικά, και αφού η Σόνια τον εκλιπαρεί, ο ήρωας παραδίδει το μπουκάλι και καταρρέει ψυχολογικά. Ο Αστρόφ ετοιμάζεται να φύγει. Η Έλενα εισέρχεται στο δωμάτιο και ενημερώνει τον Βάνια ότι ο σύζυγός της τον ζητάει. Ζητώντας από τον πατέρα της να συμφιλιωθεί με τον καθηγητή, η Σόνια βγαίνει έξω μαζί του και η Έλενα και ο Αστρόφ αποχαιρετούνται.
Ο γιατρός κάνει μια ακόμη προσπάθεια να την πείσει να μείνει, όμως η Έλενα αρνείται. Ο Αστρόφ την αποχαιρετά με ένα φιλί στο μάγουλο, ενώ εκείνη τον αγκαλιάζει σφικτά. Ο Σερεμπριάκοφ και ο Βάνια έχουν πλέον συμφιλιωθεί. «Όλα θα γίνονται όπως τον παλιό καιρό», ψιθυρίζει ο τελευταίος στον καθηγητή. Ο Σερεμπριάκοφ κάνει μια πομπώδη έξοδο και με ειρωνεία επαναλαμβάνει τη φράση «πρέπει να εργάζεσθε, πρέπει να εργάζεσθε».
Η Έλενα και ο Βάνια μοιράζονται έναν σύντομο αλλά συγκινητικό αποχαιρετισμό και αυτός επιστρέφει στα λογιστικά του βιβλία με την ενθάρρυνση της Σόνιας. Ο Βάνια στρέφεται στη Σόνια, λέγοντας πόσο πονάει η καρδιά του. Η Σόνια τού λέει ότι πρέπει να συνεχίσουν να ζουν, ότι πρέπει να υπομείνουν τις δοκιμασίες τους χωρίς ξεκούραση.
Η τελευταία σκηνή της παράστασης Θείος Βάνιας του κλασικού αριστουργήματος του Αντόν Τσέχωφ, σε μετάφραση και σκηνοθεσία του Γιώργου Κιμούλη, χαρίζει την πολυπόθητη λύτρωση υπενθυμίζοντας στο θεατή ότι είναι ζωντανός. Ότι δεν είναι μόνος στο ταξίδι της ματαίωσης. Ότι όλοι είναι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, εγκλωβισμένοι στην παγίδα του τετράπτυχου μοίρα-επιλογή-ακύρωση-παραίτηση.
Κι ενώ η έκπληξη της πλοκής είναι δεδομένη, για όποιον γνωρίζει το έργο, η μαγεία παραμένει. Ξέρουμε ότι θα πεθάνουμε, αλλά ξέρουμε ότι θα ζήσουμε. Κυρίως αυτό. Κυρίως θα ζήσουμε.
Ο συνταξιούχος καθηγητής Σερεμπριακώφ και η νεαρή γυναίκα του Ελένα καταφτάνουν στο απομακρυσμένο υποστατικό τους στη ρωσική επαρχία, το οποίο συντηρούν η Σόνια -κόρη του καθηγητή από τον πρώτο του γάμο- και ο θείος της, Βάνιας. Η παρουσία τους αναστατώνει τη ζωή των ανθρώπων του κτήματος, διαταράσσει τις ισορροπίες και φέρνει στην επιφάνεια χαμένα όνειρα και ανεκπλήρωτους πόθους. Η φθορά της καθημερινότητας, η πλήξη, τα λάθη, οι δικαιολογίες, ένας υποδόριος ερωτισμός και μια σχεδόν σουρεαλιστική αντιμετώπιση της πραγματικότητας χαρακτηρίζουν τη ζωή των ηρώων, που βλέπουν τον κόσμο γύρω τους να αλλάζει αναπόφευκτα. Ένα έργο βαθιά ποιητικό, τρυφερό και ανθρώπινο, όπου η ζωή σχοινοβατεί ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία.
Ο Βάνιας, ο πρωταγωνιστής του έργου είναι ένας πικραμένος άντρας, ο οποίος πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του να εργάζεται στο κτήμα του γαμπρού του, καθηγητή Σερεμπριάκοφ. Χαρακτηρίζεται από αδύναμη θέληση και ανικανότητα να ξεπεράσει τις διάφορες δυσκολίες, κάνοντας την υπέρβαση, με αποτέλεσμα να είναι αναποτελεσματικός.
Ο Αλεξάντερ Σερεμπριάκοφ, ο συνταξιούχος καθηγητής, ταλαιπωρημένος από αρθρίτιδα και ρευματισμούς, είναι βαθιά ενοχλημένος για τις συνέπειες που επιφέρουν τα γηρατιά. Πομπώδης και εγωιστικός, βασανίζεται από την αδιαφορία της οικογένειάς του για το πρόσωπό του και θεωρεί ότι το κτήμα στο οποίο έχει μετακομίσει θα γίνει ο τάφος του, για το λόγο αυτό και θέλει να το πουλήσει αδιαφορώντας για τους μόνιμους κατοίκους του.
Η Έλενα, η νεαρή και όμορφη σύζυγος του καθηγητή συναρπάζει όλους τους χαρακτήρες του έργου, αναγκάζοντάς τους να εγκαταλείψουν τα καθήκοντά τους και να πέσουν σε αδράνεια. Μάλιστα η ίδια, καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, ξεχωρίζει για την αδράνειά της και την έλλειψη ενδιαφέροντος για οποιαδήποτε σοβαρή δουλειά. Σπούδασε στο Κονσερβατόριο της Αγίας Πετρούπολης, αλλά εγκατέλειψε μια καριέρα στη μουσική για να παντρευτεί τον καθηγητή, τον οποίο δεν αγαπά, αλλά παραμένει μαζί του ίσως από συμβιβασμό, ίσως από κάτι άλλο απροσδιόριστο. Όπως πολλοί από τους χαρακτήρες του έργου, υποφέρει από μια ορισμένη αίσθηση αποξένωσης από τον εαυτό της, σαν αυτή να μην είναι αυτή, αλλά ένας παρατηρητής της ίδιας της της ζωής.
Ο Αστρόφ, ένας γιατρός που εργαζόταν στην πόλη, αισθάνεται πλέον καταστρεμμένος από την ανιαρή ζωή στην επαρχία. Φιλοσοφημένος, μοναχικός και με οικολογικές ανησυχίες καταφεύγει συχνά στην ενδοσκόπηση και βυθίζεται στις σκέψεις του, απογοητευμένος που όλα θα ξεχαστούν με την πάροδο του χρόνου.
Η Σόνια είναι η κόρη του Σερεμπριάκοφ από τον πρώτο του γάμο, η οποία αφιέρωσε τη ζωή της στη φροντίδα του κτήματος. Καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου προσπαθεί να διατηρήσει τις ισορροπίες μόνο και μόνο για να καταφέρει να αφιερωθεί στις καθημερινές της συνήθειες. Ο έρωτάς της για τον Αστρόφ πέφτει στο κενό μιας και για αυτόν υπάρχει μόνο η Έλενα. Το ξέσπασμά της στο τέλος του έργου φανερώνει τις δυσκολίες, τους προβληματισμούς και τις προσδοκίες τόσο της ίδιας όσο και του θείου Βάνια.
Το ξέσπασμά της στο τέλος έργου μοιάζει με θρήνος για το ανεκπλήρωτο, το οποίο συνοδεύει όλες τις ανθρώπινες αποφάσεις, ακόμα και τις πλέον ενσυνείδητες, ακόμα κι αυτές που εξόφλησαν τα πιο μεγάλα, τα πιο τρελά όνειρα. Το τίμημα της ήττας ενέχεται στο τρόπαιο της νίκης. Έτσι είναι φτιαγμένο το παιγνίδι. «Τι ζητάω; Να ξυπνήσω αύριο και να 'χουν αλλάξει όλα» λέει ο Βάνια επισφραγίζοντας το αμετάκλητο της ύπαρξης που εμμένει ότι αλλού είναι πάντα καλύτερα.
Δείτε ένα βίντεο με αφορμή την παράσταση:
Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Γιώργος Κιμούλης
Σκηνικά: Χριστίνα Κωστέα
Κοστούμια: Σοφία Νικολαϊδη
Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου
Παίζουν
Βάνιας: Γιώργος Κιμούλης
Αστρόφ: Τάσος Νούσιας
Έλενα: Στέλλα Καζάζη
Σερεμπριάκοφ: Γιώργος Ψυχογιός
Μαρίνα: Μάγδα Λέκκα
Σόνια: Χαρά Μάτα Γιαννάτου
Μαρία: Μαίρη Νάνου
Τελέγιν: Κώστας Κοράκης
Πληροφορίες παράστασης
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Τηλ.: 210 4143 310