Τα μηνύματα έκαναν δυνατούς και επαναλαμβανόμενους ήχους, ενώ τα κανονίσματα για το σημείο συνάντησης έπεφταν βροχή. Η Αντιγόνη πήρε την πρωτοβουλία: «Μόνο Quartier d’ Athenes κορίτσια, δεν πάω αλλού τελευταία». Η Καλλιόπη, η Ράνια κι εγώ συμφωνήσαμε. Ήθελα να πάω, άλλωστε, από την πρώτη φωτό που πέρασε μπροστά από το timeline μου. Έχει κάτι αυτό το μέρος πολύ ελκυστικό, πολύ οικείο και φιλικό. Αυτό, άλλωστε, δεν είναι το εφέ της καλαισθησίας; Να σε προστατεύει στην αγκαλιά της σαν κουκούλι;
Περνάω κι εγώ με τη σειρά μου την πόρτα του Quartier d’ Athenes. Η αίσθηση κάτι μεταξύ του «Les Philosophes» καφέ του Marais, στο Παρίσι, ανακατεμένη με το Pastis στο Μeat Market της Νέας Υόρκης. Η τετράδα μας σε απαρτία, καμία απουσία. Όλες απίκο. Όταν πρόκειται για φαγητό, ποτό και γέλια κανείς δε λείπει. Οι απορίες καταιγιστικές: «Τι νέα;», «τι παλιά;», «τι φάση εδώ;», «το ξέρετε ότι αυτή η πλατεία λέγεται Αγίων Θεοδώρων;», «ποια η διαφορά του κροκ μεσιέ από το κροκ μαντάμ;», «Μαλαγουζιά έχετε;».
Και Μαλαγουζιά είχαν και τελικά, μετά από γκουγκλάρισμα, επιβεβαιώθηκε ότι η διαφορά του κροκ μεσιέ από το κροκ μαντάμ είναι το τηγανιτό αβγό. Ακολούθησαν μεγάλες στιγμές. Χαχανητά, γευστικές μπουκιές, μουγκρητά ευχαρίστησης, τσουγκρίσματα, προπόσεις. «Να ’μαστε καλά!».
Η αναβίωση της κλασικής Αθήνας σου πάει πολύ
Το φως από την τζαμαρία-γωνία άλλαζε χρώμα, το μεσημέρι έδινε τη θέση του στο απόγευμα και το απόγευμα στο νεαρό βράδυ, αλλά εμείς εκεί. Στο ραντεβού με την καλοπέραση. «Ποια είναι φιλοσοφία του Quartier d' Athenes;» ρωτάω τον Παναγιώτη Κομνηνό, τον έναν εκ των ιδιοκτητών. «Η φιλοσοφία του Quartier d' Athenes είναι η δημιουργία ενός κλασικού bistrot στο κέντρο της Αθήνας γιατί θεωρούμε ότι είναι κάτι που έλειπε. Στόχος μας η αναβίωση ενός χώρου που θα παραπέμπει στην κλασική Αθήνα κάτι που νομίζουμε ότι το πετύχαμε, κατά ένα μεγάλο βαθμό». Κουνάω το κεφάλι συναινετικά. Ναι, si, yes, oui, μάλιστα, έτσι είναι.
«Στο συγκεκριμένο ακίνητο υπήρχε ένα μαγειρείο/ψησταριά με το όνομα Άλπεις, το όνομα του οποίου προερχόταν από τα ψυγεία προϊόντων με αυτή την ονομασία που στεγάζονταν στο συγκεκριμένο χώρο, αρκετές δεκαετίες πριν» μου εξηγεί ο Παναγιώτης. Σα να θυμάμαι τις Άλπεις. Ίσως και όχι, όμως.
«Γιατί το Quartier d' Athenes έγινε αυτόματα σημείο συνάντησης όλης της Αθήνας;» ερωτώ.
«Γιατί είναι ένας χώρος για τους λάτρεις του κλασσικού οι οποίοι ουσιαστικά δεν είχαν ένα χώρο που να τους εκφράζει» απαντάει ο Παναγιώτης. Κοιτάζω γύρω μου, βλέπω τον καθησυχαστικό κλασικισμό του χώρου να αγκαλιάζει στοργικά όλες τις φυλές (αν μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο εν έτει 2017) της Αθήνας. Δεν είμαι σίγουρη ότι βλέπω διαφορές στους θαμώνες, το μόνο που βλέπω είναι ομοιότητες. Και γνώριμες φάτσες. Ανθρώπους που ξέρω από κάπου, που μου έχουν συστήσει στο παρελθόν, που έχουμε δουλέψει μαζί, που έχω διαβάσει για τη ζωή τους στα περιοδικά.
«Πολύ κοσμικό το μέρος» σχολιάζει η Καλλιόπη, ενώ η Ράνια καδράρει το πιάτο της, ριζότο με τρούφα για ένα «ανέβασμα» στο Instagram.
«Ποια είναι η δική σας ιστορία; Πώς το σκεφτήκατε το εγχείρημα με τους συνεταίρους σας;» ρωτάω τον Παναγιώτη. «Η ενασχόληση με το χώρο της εστίασης ξεκινάει το 1998 ταυτόχρονα με τις σπουδές μου και τελικά είναι αυτό που με κερδίζει. Όλοι οι συμμετέχοντες σε αυτό το εγχείρημα είμαστε άνθρωποι που αγαπάμε το κέντρο και έτσι βρίσκοντας το κατάλληλο σημείο και αναλογιζόμενοι τις δυσκολίες της εποχής τολμήσαμε στη δημιουργία αυτού του χώρου. Νομίζω ότι στην εποχή μας προηγείται ο ρομαντισμός και η αγάπη και έπονται τα υπόλοιπα» μου λέει απαντώντας μου σε πολλές ερωτήσεις ταυτόχρονα, στις οποίες η καταλληλότερη απάντηση θα ήταν το «στην εποχή μας προηγείται ο ρομαντισμός και η αγάπη και έπονται τα υπόλοιπα».
Ο Ηλίας, ο σερβιτόρος με το ζωηρό χαμόγελο και τα σιδεράκια, έχει γίνει -σχεδόν- μέρος της παρέας μας, τόση ώρα. Ως ένδειξη εορτασμού αυτής της στιγμιαίας συνύπαρξης δύο σοκολατένια γλυκά/κέρασμα προσγειώνονται στο τραπέζι μας. Ένα ακόμα τσεκ στα συν του Quartier d’ Athenes. Μια ακόμα επιβεβαίωση της φράσης «αυτό που μετατρέπει ένα μαγαζί σε στέκι είναι ο χώρος, οι άνθρωποι και η ποιότητα» δια στόματος Παναγιώτη Κομνηνού.
«Και τα κουαρτέτα των γυναικών που μπαίνουν στις 3μμ, στρογγυλοκάθονται με άνεση στα πράσινα δερμάτινα σεπαρέ και φεύγουν, τελικά, στις 9μμ» θα προσθέσω εγώ.