Στον Καλυβιώτη πήγα πρώτη φορά με τη μαμά μου, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του '70, πριν ακόμα εστιάσω στη σημασία της λέξης στυλ. Βλέποντάς τη να διαλέγει κουμπιά για το καμηλό παλτό της όμως, για το καθιερωμένο -με κάθε αλλαγή σεζόν-, τριήμερο μοδίστρας στο σπίτι, κάτι σα να συνειδητοποίησα. Στυλ είναι να ξέρεις να σετάρεις. Κι όπως είχε δηλώσει και ο ίδιος ο Κώστας Καλιβιώτης «γούστο είναι να ξέρεις τον εαυτό σου. Να ξέρεις το χρώμα των μαλλιών σου, των ματιών σου, τις αναλογίες σου, τον τρόπο που βαδίζεις. Αλλά τα λεφτά δεν κάνουν το γούστο». Με αυτό στο μυαλό μου πέρασα γι' ακόμα μια φορά την πόρτα του Καλυβιώτη, τις προάλλες. Fade out. Ο χρόνος γυρίζει 60 χρόνια πίσω.
Στις «Πρωτευουσιάνικες Περιπέτειες», την έγχρωμη ελληνική ταινία του 1956, με πρωταγωνίστρια τη Ρένα Βλαχοπούλου, ο Γιάννης Πετροπουλάκης σκηνοθετεί μια Αθήνα που έχει αφήσει πίσω της το σκότος του πολέμου και του εμφυλίου, εναρμονίζεται με τα μοδάτα καλέσματα των καιρών, κυκλοφορεί με convertible αυτοκίνητα με στρογγυλά φανάρια, διασκεδάζει στην «Παλιά Αθήνα» του Οικονομίδη και στο «Κάστρο» του Παπαχειμωνά, ονειρεύεται ένα μέλλον λαμπερό και ένδοξο. Οι μισοί δρόμοι της πόλης είναι ακόμα χωμάτινοι και αντί για pet οι άνθρωποι στις γειτονιές έχουν κατσίκες, αλλά η χαρά καιροφυλακτεί, παραμονεύει σε κάθε κίνηση. Όλα βρίσκονται σε μια τρελή σφαίρα αισιοδοξίας. Πίσω από την πείνα, τη φτώχεια και την εξαθλίωση έρχεται η αισιοδοξία.
Τη χρονιά αυτή, το 1956, ο Κώστας Καλυβιώτης ανοίγει το ιστορικό κατάστημα της Ερμού, στον αριθμό 8. Ο ναός της μοδίστρας έχει τα πάντα: κουμπιά, τρέσες, υφάσματα, φόδρες, καρίνες. «Η καρίνα είναι δικό μου όνομα για το γερμανικό ύφασμα, που είχε εφεύρει κάποιος Κάμποτ. Εγώ τότε θαύμαζα μια χορεύτρια που την έλεγαν Καρίνα, ονόμασα το ύφασμα έτσι και λέγεται μέχρι σήμερα» έχει δηλώσει ο Κώστας Καλυβιώτης, σε συνέντευξή του στην Κατερίνα Χτενέλη, για το περιοδικό «Γυναίκα».
Η Μέκκα του DIY όπου «ο πωλητής είναι και σύμβουλος»
«Ένα από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνει κάποιος που δουλεύει στο κατάστημα “Καλυβιώτης” είναι ότι “δεν πουλάμε αυτό που πιστεύει ο πελάτης ότι θέλει, αλλά αυτό που πραγματικά χρειάζεται”. Ο πωλητής είναι και σύμβουλος» μου λέει ο γιος του, Θοδωρής Καλυβιώτης, ο οποίος, σήμερα, έχει πάρει τη σκυτάλη της επιχείρησης και καλείται να διατηρήσει την ποιότητα του χειροποίητου, τη μοναδικότητα του DIY, στην εποχή του fast fashion. Πως διαμορφώνονται οι ανάγκες και πως αλλάζουν οι ενδυματολογικοί κώδικες όταν οι αλυσίδες ρουχισμού κοπιάρουν τους οίκους μόδας, σε υπεράριθμες ποσότητες; Η ανάγκη για ντύσιμο γίνεται δημιουργική περιπέτεια. Το sur mesure δε μένει πια εδώ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το κλωνοποιημένο ρούχο δε μπορεί να μεταμορφωθεί σε συλλεκτικό. Μια επίσκεψη στον Καλυβιώτη, στο αβαείο των ειδών ραπτικής και του έξτρα μπιχλιμπιδιού αρκεί. Μια τρέσα, ένα patch, ένα χρωματιστό φερμουάρ ή ένα αλλόκοτο κουμπί, μπορεί να γίνουν οι ambassadors για τη διαφοροποίηση από τη μάζα. «Κυρίαρχη φιλοσοφία μας είναι να προσφέρουμε πάντα το καλύτερο προϊόν που ταυτόχρονα καλύπτει τις ανάγκες των πελατών μας. Ξεκινήσαμε τη λειτουργία μας με αυτή την προοπτική και παραμένουμε πιστοί σε αυτήν, 60 χρόνια μετά» διευκρινίζει ο Θοδωρής. Ο πατέρας του, άνθρωπος με πνεύμα και εμπειρία ζωής, δήλωνε «ψιλικατζής», αστειευόμενος, παρόλο που είχε χτίσει μία από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές εταιρίες στο είδος της. «Δεν έχουμε εφεύρει ακόμα το ύφασμα που θα τρυπήσει και ως δια μαγείας η τρύπα θα κλείσει μόνη της, αλλά σίγουρα έχουμε την καλύτερη φόδρα ή την καλύτερη καρίνα» συνεχίζει ο Θοδωρής, πιστός στο πνεύμα ευφυίας και χιούμορ του πατέρα του. «Κάποιες κυρίες, βρίσκουν τις τιμές μας τσιμπημένες. Οκέι, μπορούν πάντα να αγοράσουν ένα ύφασμα στη μισή τιμή, αφού θέλουν. Τόσα καταστήματα υπάρχουν. Τώρα, εάν βγουν με τα μαλλιά φριζέ, σα να τις χτύπησε ηλεκτρισμός, είναι άλλο θέμα» λέει γελώντας ο Θοδωρής, αναφερόμενος στον στατικό ηλεκτρισμό που προκαλείται από τα νάιλον ή τα κακής ποιότητας υφάσματα.
Τα κουμπιά του Καλυβιώτη στόλισαν όλη την Αθήνα
«Όταν ξεκινήσαμε ήμασταν επικεντρωμένοι περισσότερο στα “ντουμπλαρίσματα”, δηλαδή φόδρες, καναβατσότριχες κλπ. Τη δεκαετία του ’60 προστέθηκαν οι δαντέλες, οι τρέσες και τα διάφορα “ψιλικά”. Το ’70 δημιουργήσαμε τη μεγαλύτερη γκάμα κουμπιών σε κατάστημα λιανικής, που όμοιό του δεν υπήρχε και δεν υπάρχει πουθενά, ακόμα και σήμερα». Τα κουμπιά του Καλυβιώτη έγιναν σημείο αναφοράς για τις μοδίστρες της εποχής, οι οποίες ήταν κάτι σαν το σημερινό Facebook, ήξεραν τα πάντα, σου έφτιαχναν την εικόνα, σε βοηθούσαν να κοινωνικοποιηθείς και σε ανέβαζαν ή σε κατέβαζαν στο κοινωνικό χρηματιστήριο. Οι κυρίες της αριστοκρατίας και της ανακτορικής αυλής απαιτούσαν τα κουμπιά τους να συνοδεύσουν τη κομψότητά τους. Ό,τι ήταν οι πόρπες στην αρχαιότητα είναι τα κουμπιά στο χειροποίητο ρούχο. «Υπάρχουν κουμπιά που στοιχίζουν πιο ακριβά από το φόρεμα. Ένα κουμπί, για παράδειγμα, μπορεί να έχει την αξία ενός κοσμήματος» μου λέει ο Θοδωρής και θυμάται ένα τραγούδι του Νίκου Ξυδάκη και του Θοδωρή Γκόνη που είχε γραφτεί για τον πατέρα του: «Στου Καλυβιώτη από το πρωί/ ψάχνω για εκείνο το κουμπί/ που έχω χάσει. / Ένα κουμπάκι σκαλιστό/ που το 'χα εγώ για φυλακτό/ ένα κουμπάκι σκαλιστό/ που μου 'χεις κλέψει». Ο παππούς του Θοδωρή Καλυβιώτη υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες των σοσιαλιστικών ομάδων του 1916 και ο πατέρας του Κώστας έζησε κυνηγητό, φυλακίσεις και εξορίες για τις ιδέες του. Δεν πτοήθηκε. Δεν το έβαλε κάτω.
Το προσωπικό του «κουμπί» εκτόξευσης πατήθηκε όταν τα υφάσματα Καλυβιώτη μπήκαν στη Maripal, της Σκουφά, την πιο αριστοκρατική μπουτίκ της εποχής.
Το προσωπικό του «κουμπί» εκτόξευσης πατήθηκε όταν τα υφάσματα Καλυβιώτη μπήκαν στη Maripal, της Σκουφά, την πιο αριστοκρατική μπουτίκ της εποχής. «Τα νέα υλικά, οι καινοτόμες τεχνικές και η μεγάλη ποικιλία με αποκλειστικότητες από τα μεγαλύτερα και καλύτερα εργοστάσια της Ευρώπης, έκαναν το όνομα της εταιρείας Καλυβιώτη συνώνυμο των υλικών αυτών. Η πελατεία συμπεριελάμβανε όλες τις μεγάλες μοδίστρες και ατελιέ της εποχής. Η φήμη της εταιρείας εξαπλώθηκε πέρα από τα σύνορα της Ελλάδας, όταν το διεθνές περιοδικό του κλάδου “Revue de la Mercerie” δημοσίευσε πολυσέλιδο αφιέρωμα στο τεύχος Νοεμβρίου 1990, προσελκύοντας πελάτες από όλα τα μέρη του κόσμου» εξιστορεί ο Θοδωρής. «Τη δεκαετία του '80 διευρύναμε την αλυσίδα των καταστημάτων μας με την μέθοδο franchise σε όλη την Ελλάδα και την Κύπρο. Το '90 η ποικιλία μας ενισχύθηκε με τα “Accesoires de Mode”. To 2004 οι δημιουργικές μας ανησυχίες κτίστηκαν μαζί με τα παιχνίδια Lego μέσα από την ανάπτυξη τριών μοναδικών καταστημάτων. Αυτή την στιγμή σχεδιάζουμε, για άλλη μια φορά, κάτι νέο και δημιουργικό».
60 χρόνια ιστορίας. Από την καρίνα στο «πειραγμένο» vintage
«Σήμερα, οι πελάτες μας παρουσιάζουν μια ποικιλία, αντίστοιχη της γκάμας των προϊόντων μας. Από την μοδίστρα και τον σχεδιαστή που θα προμηθευτεί τα υλικά του, μέχρι την κυρία που ερασιτεχνικά ασχολείται με το ράψιμο, τον κύριο που προσωπικά θέλει να επιλέξει καινούρια κουμπιά για να “αναβαθμίσει” το κουστούμι του, αλλά τον τουρίστα που θα τον προσελκύσει η ποικιλία των αξεσουάρ και των υλικών, σε ένα κατάστημα που όμοιό του βρίσκεις σε λίγα σημεία στον κόσμο» εξηγεί ο Θοδωρής. Θα πρόσθετα τις αμετανόητα παραδοσιακές κυρίες, κάποιας ηλικίας, οι οποίες έτσι το έμαθαν έτσι το συνεχίζουν, για να βάλω και τη μαμά μου στο παιχνίδι και τις λάτρεις του vintage που θέλουν να διακοσμήσουν με κάτι πιο σύγχρονο το διαμαντάκι που ανακάλυψαν στην Πρωτογένους, στου Ψυρρή.
«Στη δύσκολη αυτή συγκυρία, μας δίνει ικανοποίηση το γεγονός ότι η μείωση του αριθμού των καταστημάτων έγινε χωρίς αναγκαστική μείωση, μέσω απολύσεων, του αριθμού των εργαζομένων, αλλά φυσιολογική μείωση λόγω συνταξιοδοτήσεων»
«Η προσωπική μου πορεία και εξέλιξη είναι συνυφασμένη με την ύπαρξη του καταστήματος. Ουσιαστικά γεννήθηκα και μεγάλωσα μέσα σε αυτό και οι πρώτες μου μνήμες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την ύπαρξη του. Ξεκίνησα να ασχολούμαι από μικρή ηλικία, ντύνοντας και βάφοντας κουμπιά στα 8 μου, στην “παραλαβή” τα καλοκαίρια και στην πώληση όποτε χρειαζόταν ή χρειαζόμουν το επιπλέον χαρτζιλίκι. Παράλληλα με τις σπουδές μου στο Deree και με την ολοκλήρωσή τους, ανέλαβα εργασία στο εμπορικό κομμάτι της επιχείρησης. Η δουλειά μου δεν ήταν ποτέ μονομερής και συγκεκριμένη. Ήμουν και παραμένω “παρών” σε όλες τις πτυχές της δουλειάς, με γνώμονα την διατήρηση της στρατηγικής θέσης της εταιρείας στην αγορά και την επιτυχημένη της πορεία και μελλοντική της εξέλιξη» προσθέτει ο Θοδωρής και αυτόματα η συζήτηση περνάει στη λέξη- δυσάρεστο κλισέ της εποχής, στην κρίση: «Όταν ανέλαβα η Ελλάδα ήταν σε τροχιά ανάπτυξης, το ίδιο και το εμπόριο. Έγιναν πολύ σημαντικές επενδύσεις σε προϊόντα που αφορούσαν τη διεύρυνση της γκάμας με νέα είδη και στρατηγικές συνεργασίες με νέες εταιρείες. Το ξεκίνημα της υπάρχουσας κρίσης το 2008 μας βρήκε σε τροχιά ανάπτυξης με δημιουργία νέων καταστημάτων. Η συνεχιζόμενη διάρκεια της κρίσης, όμως, μας οδήγησε σε αλλαγή στρατηγικής το 2014 με την απόφαση να επικεντρωθούμε στα προϊόντα που ο κόσμος γνωρίζει ως “υλικά Καλυβιώτης”. Χρειάστηκε να πάρουμε δύσκολες στρατηγικές αποφάσεις και να γίνουν διαρθρωτικές αλλαγές που οδήγησαν σε μείωση του αριθμού των καταστημάτων μας και στη μη συνέχιση συνεργασίας με κάποιους προμηθευτές. Στη δύσκολη αυτή συγκυρία, μας δίνει ικανοποίηση το γεγονός ότι η μείωση του αριθμού των καταστημάτων έγινε χωρίς αναγκαστική μείωση, μέσω απολύσεων, του αριθμού των εργαζομένων, αλλά φυσιολογική μείωση λόγω συνταξιοδοτήσεων».
«Ποιο είναι το πιο όμορφο σχόλιο που έχετε ακούσει από πελάτη;» ρωτάω τον Θοδωρή, πριν φύγω. «Είναι πολλά και είμαι ευτυχής για αυτό. Με ευχαριστεί όμως ιδιαιτέρως όταν ακούω να λέει ο πελάτης “έρχομαι μόνο εδώ, γιατί αν δεν βρεις στον Καλυβιώτη αυτό που ψάχνεις, δεν θα το βρεις πουθενά αλλού”. Λόγω επίσης της σχέσης χρόνων που έχουμε χτίσει με πολλούς πελάτες, πολύ συχνά ακούμε ότι “στον Καλυβιώτη νιώθω σα στο σπίτι μου”. Έχουμε εδραιώσει μια σχέση εμπιστοσύνης και αμοιβαίας εκτίμησης που τροφοδοτεί θετικά και εμάς και τους πελάτες μας». Πέρασα το κατώφλι της εσόδου με την ηχώ και τη συναίσθηση της φράσης «στον Καλυβιώτη νιώθω σα στο σπίτι μου».