«Όταν ακούω να λένε ότι φύγαμε εξόριστοι εμείς στο Παρίσι, εκνευρίζομαι. Οι εξόριστοι τότε ήταν στα νησιά. Στο Παρίσι πήγαν εκείνοι που θέλανε να πάνε και όποιος πήγε, πήρε τη θέση κάποιου άλλου που πιθανόν ήθελε να πάει. Είχες μια ευθύνη πηγαίνοντας. Να τα καταφέρεις».
Η Νέλλη Ανδρικοπούλου, ζωγράφος και συγγραφέας του βιβλίου «Το ταξίδι του Ματαρόα 1945 - Στον καθρέφτη της μνήμης», στα 92 της, γύρισε 69 χρόνια πίσω και θυμάται: «Στην ουσία ο πόλεμος δεν είχε αρχίσει μόνο στα βουνά. Ο πόλεμος είχε αρχίσει στις προθέσεις των ανθρώπων, στη διάθεσή τους -αλλά επίσημα δεν είχε ξεσπάσει. Όλη η υπόλοιπη Ελλάδα έμπρακτα είχε γνωρίσει τον πόλεμο, αλλά στην Αθήνα δεν είχε πέσει τουφεκιά. Υπήρχαν βέβαια τα μπλόκα, μαζεύαν τους ανθρώπους, αλλά άλλο αυτό. Ξαφνικά να βλέπεις τους ακροβολιστές, τα τανκς, μιλάμε για μια εντελώς καινούργια εμπειρία, η οποία ρήμαξε ό,τι ήταν να ρημάξει.
»Νίκησε η Δεξιά. Οι αριστεροί παράδωσαν τα όπλα τους -χώρια που τα είχαν κρυμμένα, αυτό ήταν μια άλλη υπόθεση-, συνυπογράψανε χαρτιά και τα λοιπά. Αυτή η νίκη της Δεξιάς, βέβαια, ήταν μια πύρρειος νίκη, διότι αυτοί ξέρανε πολύ καλά ότι η Ελλάδα ήταν γεμάτη από αριστερούς, για την ακρίβεια η Αριστερά ήταν οργανωμένη, ενώ η Δεξιά ήταν χαώδης. Είχε τέτοιο τρέμουλο η Δεξιά, είχε τέτοιο φόβο για να κρατήσει την κατάσταση, που έπρεπε να μην κουνιέται φύλλο. Θυμάμαι το χωροφύλακα να με ρωτάει "τι κάνεις εδώ μόνη σου;". "Κοιτάω τη θάλασσα" του απαντάω εγώ. "Είσαι ασκόπως περιφερομένη, αύριο στο Τμήμα". Ετσι ήταν η κατάσταση. Ο Τσαρούχης ζωγράφιζε μια σιδεριά σε ένα μπαλκόνι, τον βγάλανε κατάσκοπο. Ηταν η χώρα του παραλόγου και της ακινησίας. Ποιος νεαρός άνθρωπος είχε όρεξη να ζει εκεί μέσα; Ολοι ήθελαν να φύγουν. Οι αριστεροί, όσοι ήταν στο ΚΚΕ, ήθελαν να φύγουν γιατί τους κυνηγούσαν, κινδύνευε η ζωή τους. Αλλά από 'κεί και πέρα όποιος είχε κάτι μέσα του,όποιος ήθελε να κάνει κάτι στη ζωή του, ήθελε να φύγει.
»Πότε παίρνει κανείς την απόφαση να φύγει; Οταν δεν τον σηκώνει ο τόπος. Και αυτή είναι η ομοιότητα με τη σημερινή εποχή. Δυστυχώς αυτός ο τόπος σε διώχνει. Αυτό που είπε κάποτε ο Σεφέρης "όπου και να κοιτάξω η Ελλάδα με πληγώνει". Οχι μόνο σε πληγώνει, η Ελλάδα σε πνίγει. Και ποτέ δεν ξέραμε να χειριστούμε τις καταστάσεις. Το ψάρι βρομάει από το κεφάλι, δεν υπάρχει αμφιβολία, αλλά είμαστε κι εμείς άφρονες.
»Η δική μου οικογένεια δεν ήθελε να φύγω. Τον καιρό εκείνο; Κορίτσι πράγμα; Υπήρχε ακόμα η ιδέα της παρθενίας... Να πάω στην πόλη της απώλειας; Η μάνα μου δεν βγήκε όλο το χειμώνα έξω, από τον καημό της που είχε φύγει η κόρη της. Εκανε ό,τι μπορούσε για να γυρίσω και τελικά αναγκάστηκα έπειτα από δύο χρόνια να γυρίσω πίσω.
»Εχασα το Παρίσι αλλά πέτυχα εδώ στην Αθήνα τη γενιά του '30, μετά ακολούθησε ένας γάμος (σ.σ. η Νέλλη Ανδρικοπούλου ήταν η πρώτη γυναίκα του ζωγράφου Νίκου Εγγονόπουλου) και μετά βρέθηκα ξαφνικά επαγγελματίας ξεναγός. Αλλος κόσμος. Αναγκάστηκα να τα παρατήσω όλα γιατί είχα ένα παιδί και ήθελα να το μεγαλώσω. Δεν ήμουν αρκετά χίπισσα για να πω "δεν πειράζει, ας μη φάει σήμερα". Δεν ήθελα να με βοηθήσει ο πατέρας μου για να μην ανακατωθεί η οικογένεια στα πόδια μου. Εζησα πάντα με το παράπονο μέσα μου ότι δεν επιτελώ τον προορισμό μου, γιατί για μένα η ζωγραφική ήταν προορισμός από πριν γεννηθώ. Πάντα είχα μέσα μου αυτή την πικρία. Από την άλλη μεριά, με απίστευτα ρίσκα, δυσκολίες, ταλαιπωρίες, έφτιαξα τον τουρισμό ως freelance ξεναγός μαζί με τον ΕΟΤ. Ηταν ένα πεδίο ακόμα απάτητο, αγεωγράφητο. Με επέλεξαν επειδή ήξερα άριστα γερμανικά και επειδή ανακάλυψαν ότι κατά κάποιον τρόπο μπόρεσα και μπήκα μέσα στο πνεύμα τους. Ηταν τσαπατσούληδες και Ρωμιοί και δεν ξέρω τι, αλλά ήθελαν να πετύχει αυτό το εγχείρημα. Ηταν ο Καραμανλής από πίσω, ο οποίος ήθελε η Ελλάδα να πάρει μπρος με τον τουρισμό και πολύ δίκιο είχε. Εμαθα, έζησα, γνώρισα ανθρώπους, φυλές... Μεγάλος πλούτος, αλλά πάντα με το σαράκι της ζωγραφικής που δεν με άφησε να τα χαρώ πέρα για πέρα και βεβαίως δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο πρόσκαιρα ήταν όλα αυτά, πόσα θα άλλαζαν οι εποχές και όλα αυτά που εμείς κάναμε και κερδίσαμε και κατακτήσαμε θα διαλύονταν».
Τον Δεκέμβριο του 1945, σε μία από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ελληνικής Ιστορίας, ο φιλέλληνας διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, Οκτάβιος Μερλιέ, και ο συνεργάτης του, Ροζέ Μιλλιέξ, καταφέρνουν έπειτα από πολλές διπλωματικές περιπέτειες και αναβολές να ναυλώσουν το νεοζηλανδέζικο πλοίο «Mataroa», σχεδιάζοντας μια μεγάλη έξοδο.ομάδα Επιβάτες μία ομάδα 130 Ελλήνων διανοούμενων και επιστημόνων, που αργότερα διέπρεψαν διεθνώς. Προορισμός το Παρίσι.
«Ήταν μια επίλεκτη ομάδα, η ομάδα του "Mataroa". Απολύτως. Η creme de la creme. Ο Μερλιέ, ο οποίος ήταν εθνικός ευεργέτης (αυτός θέλει άγαλμα, του κάνανε βέβαια το δρόμο), όταν προκήρυξε τις υποτροφίες, το έκανε μεν για να σώσει κάποια ταλαντούχα παιδιά που ήταν αριστεροί και εδώ κινδύνευαν, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι στο "Mataroa" επιβιβάστηκαν μόνο αριστεροί. Υπήρχαν και άνθρωποι με δικά τους χρήματα, όπως εγώ, αλλά και καλλιτέχνες, όπως ο Κουλεντιανός. Οποιος είχε χρήματα και είχε και τα προσόντα -γιατί δώσαμε όλοι εξετάσεις- πήγαινε. Εξήντα επαγγέλματα υπήρχαν» λέει η Νέλλη Ανδρικοπούλου.
Επικεφαλής της ομάδας των 130 ήταν ο αρχιτέκτονας Πάνος Τζελέπης. Συνταξιδιώτες, οι φιλόσοφοι Κορνήλιος Καστοριάδης, Κώστας Παπαϊωάννου, Κώστας Αξελός και Μιμίκα Κρανάκη, ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος, οι αρχιτέκτονες Αριστομένης Προβελέγγιος, Γιώργος Κανδύλης, Τάκης Ζενέτος, Εμμανουήλ Κινδύνης, Αθανάσιος Γάττος, Κωνσταντίνος Μανουηλίδης, Νικόλας Χατζημιχάλης και Πάνος Τσολάκης, ο κινηματογραφιστής Μάνος Ζαχαρίας, οι γλύπτες Μέμος Μακρής, Κώστας Κουλεντιανός, ο ζωγράφος Ντίκος Βυζάντιος, ο μαέστρος Δημήτρης Χωραφάς, οι ποιητές Μάτση Χατζηλαζάρου και Ανδρέας Καμπάς, η συγγραφέας Ελλη Αλεξίου, οι φιλόλογοι Εμμανουήλ Κριαράς και Σταμάτιος Καρατζάς, οι γιατροί Ανδρέας Γληνός και Ευάγγελος Μπρίκας, και πολλοί άλλοι.
«Η θάλασσα είχε ακόμα νάρκες, δεν είχε τελειώσει ο πόλεμος. Στο Παρίσι ο πόλεμος τελείωσε τον Μάιο και εμείς φτάσαμε 5 Δεκεμβρίου. Δεν είχε καμία σχέση με το σημερινό Παρίσι, μαύρο και άραχλο. Οι Παριζιάνες δεν είχαν νάιλον κάλτσες και τράβαγαν μια γραμμή με μολύβι πίσω στις γάμπες τους» εξηγεί η Νέλλη.
«Δεν θα γυρνούσα πίσω αν δεν με ειδοποιούσαν ότι αρρώστησε η μάνα μου. Καταστροφή για μένα, το τέλος του κόσμου. Δεν ξαναείδα ποτέ τα έργα που έφτιαξα εκεί, δεν ξαναείδα ποτέ τα ρούχα μου. Ενα νέο ξεκίνημα από το μηδέν.
«Είχα την τύχη μέσα σε αυτή την ατυχία να βρεθώ με τη Ναταλία Μελά, τη γλύπτρια, και μέσω αυτής να γνωρίσω όλη τη γενιά του '30. Οταν λέω όλη, εννοώ όσους δεν ήταν στα νησιά εξόριστοι. Οταν ακούω καμιά φορά να λένε ότι φύγαμε εξόριστοι εμείς στο Παρίσι, εκνευρίζομαι. Οι εξόριστοι τότε ήταν στα νησιά. Στο Παρίσι πήγαν εκείνοι που θέλανε να πάνε, κανείς δεν ανάγκασε κανέναν και κάθε ένας που πήγε, πήρε τη θέση κάποιου άλλου που πιθανόν να ήθελε να πάει. Δηλαδή, είχες μια ευθύνη πηγαίνοντας. Πήγαινες για να τα καταφέρεις, όχι για ταξίδι αναψυχής. Εγώ δεν αποτελώ παράδειγμα, διότι γύρισα στην Ελλάδα, αλλά εκείνοι που μείνανε πρόκοψαν. Γιατί η χώρα εκείνη έχει τις υποδομές, έχει το ιστορικό παρελθόν το εγκαθιδρυμένο. Οχι με τσολιάδες και κατσαπλιάδες. Δεν το μετάνιωσε κανείς απ' όσους πήγαν.
»Το βουνό που είχε σχηματιστεί από τα πράγματα που πήραν μαζί τους οι άνθρωποι στο "Mataroa" ήταν εντυπωσιακό. Ηταν μία που κουβαλούσε ένα μικρό πιανάκι, σιλανσιέ, και διαδραματίστηκε μια απίστευτη σκηνή θυμάμαι. Μου δώσανε το κλειδί της καμπίνας, ανοίγω την πόρτα και μέσα στο μισοσκόταδο βλέπω μια γυναίκα να παίζει το πιανάκι και να μη βγαίνει ήχος. Νόμιζα ότι ήταν φάντασμα. Κλείνω την πόρτα και όπου φύγει φύγει. Αυτή η πιανίστα λεγόταν Ζαφειροπούλου και δεν έκανε παρέα με κανέναν, ήταν μόνη της και κουβαλούσε το σιλανσιέ συνέχεια στην πλάτη της. Οταν φτάσαμε νύχτα στο Παρίσι, ο Χατζημιχάλης, που ήταν παλικαράς και διεκρίθη μέσα σε όλα αυτά -να κουβαλήσει και να βοηθήσει-, της υποσχέθηκε ότι θα την πάει στον προορισμό της. Αλλά την ξέχασε και έμεινε όλη τη νύχτα μόνη με το πιανάκι της, παραμονές Χριστουγέννων. Τρομερή φιγούρα.
»Εγώ πήρα τον Καβάφη και τους "Προσανατολισμούς" του Ελύτη και η μαμά μου έχωσε στις αποσκευές μου ένα σίδερο, διότι τότε δεν μπορούσες να διανοηθείς ότι θα βγεις έξω χωρίς να είναι σιδερωμένο το λινό για παράδειγμα.
»Ο,τι και να πω για το μέλλον θα είναι προσωπικό. Δεν έχω στοιχεία, ποιος είμαι για να έχω; Ο Κίσινγκερ; Νομίζω όμως ότι παλιότερα οι άνθρωποι ασχολούνταν με το παρελθόν λιγότερο. Σήμερα οι άνθρωποι ασχολούνται με το παρελθόν γιατί δεν έχουν μέλλον μπροστά τους».