Όλα ξεκίνησαν στη βιοτεχνία εσωρούχων της κυρά Μαριγώς, κάπου στα κάτω Πετράλωνα. Η κυρά Μαριγώ ήταν γνωστή στην περιοχή ως «η Μαριγώ με την τσογάρα», επειδή είχε μόνιμα ακουμπισμένο στην άκρη των χειλιών της ένα αναμμένο τσιγάρο, σαν τον Λούκυ Λουκ χωρίς την Ντόλυ, όμως. Η αρχόντισσα της κιλότας και του στηθόδεσμου είχε στη δούλεψη της τρία κορίτσια, τρεις φασονατζούδες. Από τα χέρια κάποιας από αυτές βγήκα. Είμαι λευκή σαν το χιόνι και 100% βαμβακερή. Χωρίς να το πολυκαταλάβω βρέθηκα στο συρτάρι εσωρούχων μιας 40άρας με κοιλίτσα και την ατάκα «είμαι σε δίαιτα» ξεστομισμένη σε καθημερινή βάση. Ποτέ δεν σταμάτησε όμως -παρά την όποια δίαιτα-, η κοιλίτσα να με πιέζει προς τα έξω, δοκιμάζοντας τα ελαστικά μου περιθώρια, τα οποία ομολογουμένως είναι ξεχειλωμένα. Έτσι είμαι φτιαγμένη.
Εγώ πάλι είχα αλλού το μυαλό μου. Ζαχάρωνα την δεξιά κάλτσα με τους ρόμβους του κύρη του και αναρωτιόμουν γιατί να μην μπορεί, δηλαδή, να ζευγαρώσει μια βαμβακερή κιλότα με με μια κάλτσα με ρόμβους. «Εδώ μένω» απαντάω σχεδόν κάλυψα τον ήχο του πλυντηρίου. «Το ξέρω κούκλα μου, σε έχω προσέξει» μου απαντάει κλείνοντάς μου το μάτι. «Έχεις τις πιο ίσιες ραφές στα λάστιχα».
Η ζωή μου από το συρτάρι, στο σώμα της κυράς μου και μετά στο πλυντήριο και στο σύρμα, δεν ήταν η πιο ενδιαφέρουσα ζωή. Δεν είχα αυτά τα όνειρα όταν η μία φασονατζού έβαζε το τελευταίο γαζί, στο λάστιχο της δεξιάς τρύπας για το μπούτι και εγώ ετοιμαζόμουν να ανοίξω τα φτερά μου και να βγω στην κοινωνία. Πίστευα, ως αθώα έφηβος, ότι δεν έχει καμία σημασία που δεν φτιάχτηκα από κιπούρ δαντέλα, ούτε από φίνο μετάξι, ούτε που το πατρόν μου δεν ήταν κάποιο φιλήδονο τζι στρινγκ. Πίστευα ακράδαντα ότι θα τα καταφέρω να εντυπωσιάσω με τη δύναμη του πνεύματος. Ως γνωστόν, τα βαμβακερά εσώρουχα είναι παραδοσιακά συνδεδεμένα με την ιντελιγκέντσια και τις «ψαγμένες γκόμενες». Θα μου πεις ρατσισμός. Ναι, έτσι είναι. Οι διακρίσεις δεν αφορούν μόνο το ανθρώπινο είδος, αφορούν και τα βρακιά τους.
Εκεί λοιπόν που βαριόμουν τη ζωή μου συνέβη κάτι αναπάντεχα ευχάριστο. Η κυρά μου ζευγάρωσε με άντρα και μάλιστα για τα καλά. Αυτός άρχισε να μένει στο σπίτι της, να πλένει τα ρούχα του στο πλυντήριο της, να κοιμάται στα σεντόνια της, να αράζει στον καναπέ της. Σε κάποια πλύση και πάνω στο φουλ του ταρακουνήματος του πλυντηρίου, πάνω στο θορυβώδες τουρουτουρουρού, έπεσα μούρη με μούρη με ένα αντρικό σλιπ. «Επ, πως από 'δω» μου λέει πονηρά. Με είχε δει καιρό πριν, στις στενές περιπτύξεις του κύρη του με την κυρά μου. Εγώ πάλι είχα αλλού το μυαλό μου. Ζαχάρωνα την δεξιά κάλτσα με τους ρόμβους του κύρη του και αναρωτιόμουν γιατί να μην μπορεί, δηλαδή, να ζευγαρώσει μια βαμβακερή κιλότα με με μια κάλτσα με ρόμβους. «Εδώ μένω» απαντάω τσιριχτά, σχεδόν κάλυψα τον ήχο του πλυντηρίου. «Το ξέρω κούκλα μου, σε έχω προσέξει» μου απαντάει κλείνοντάς μου το μάτι. «Έχεις τις πιο ίσιες ραφές στα λάστιχα» συνεχίζει και ευγνωμονώ κρυφά μέσα μου την αυστηρή κυρά Μαριγώ, που τις είχε σούζα τις μικρές φασονατζούδες στη δουλειά.
Μην σας τα πολυλογώ, κουβέντα στην κουβέντα το κανελώσαμε, τελικά, το ρυζόγαλο. Τον κομποζάραμε τον καναπέ. Το ράψαμε το γαζί, που λένε και στη δική μας την πιάτσα. Οι μέρες μου και νύχτες μου κύλησαν ζάχαρη γιατί ο κ. Σλιπ κοιμόταν στο ίδιο συρτάρι με μένα, λόγω έλλειψης κενών συρταριών, μιας και ο κύρης του, ο μουσαφίρης, είχε εγκατασταθεί για τα καλά στο τσαρδί της κυράς μου. Σε μια μεταμεσονύκτια εξομολόγησή του ο κ. Σλίπ που είπε ότι ο λόγος που κόλλησε μαζί μου είναι γιατί έχω πλάκα και γιατί δεν πουλάω μούρη. Ότι είχε βαρεθεί με τα ανεγκέφαλα στρινγκ τόσα χρόνια και ότι με καμία άλλη κιλότα δεν αισθανόταν τόσο άνετα και «τόσο σλιπ». Ξέχασα να σας πω ότι ο κ. Σλιπ ήταν κόκκινος, βυσσινί δηλαδή, και σε κάποια κοινή μας πλύση εγώ πήρα το χρώμα του και έγινα ροζ.
Να που τελικά, η προσγειωμένη βαμβακερή μου φύση, με απογείωσε αντί να με ρίξει. Κάπως έτσι, μέσα σε μια ηρεμία γαλήνης και συνειδητοποίησης, πέρασαν τα χρόνια κι «ήμουνα κι εγώ εκεί με ένα κόκκινο βρακί», όπως λέγανε παλιά και στα παραμύθια, αντί για το κλασικό «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς ακόμα καλύτερα».