Ρώμη. Πόλη μυθική και ιστορική, πόλη πολυφωτογραφημένη, εύγλωττη και όμως μυστική. Κάθε προσπάθεια αποκρυπτογραφήσης της καταλήγει σε αδιέξοδο, όσες φορές, και είναι αρκετές, και αν την έχω επισκεφτεί καταλήγω εκεί, ίσως γιατί η Ρώμη παρόλο που είναι πόλη κοντινή είναι μαζί και μακρινή, η Ρώμη δεν είναι μια πόλη λογική, είναι πομπώδης και ξελογιάστρα, καλλιτεχνική αλλά όχι και με βάθος, όπως έδειξε και το σχετικά πρόσφατο φιλμ La Grande Belezza του Paolo Sorrentino. Υπάρχει μια επιτήδευση στην πόλη αυτή και μια αρχιτεκτονική συγκεκριμένη που ή θα την αγαπήσεις ή θα την μισήσεις, μέση οδός δεν υπάρχει. Βρίσκομαι εδώ στην καρδιά του χειμώνα, είναι παραμονή Χριστουγέννων, όχι η πιο σοφή επιλογή αν σκεφτεί κανείς πως η πόλη φαντάζει πολύ ομορφότερη την άνοιξη, αυτή είναι η εποχή που οι αρχαίοι Ρωμαίοι γιόρταζαν τα περίφημα Saturnalia, γιορτή οργιαστική, γιορτή ανατρεπτική όπου για λίγες μέρες οι αφέντες υπηρετούσαν τους σκλάβους τους μέχρι την τελική θυσία ενός ψεύτικου βασιλιά, αντιπροσώπου του φθίνοντος έτους, του τέλος των ημερών και της επανόδου του φωτός-θεού Ήλιου, μετά το Χειμερινό ηλιοστάσιο, ο κύκλος των εποχών και της ζωής.
Είμαι καλεσμένη σε παραδοσιακό ρωμάνικο εορταστικό τραπέζι στο Trastevere, ευκαιρία μεγάλη για να δω τα πράγματα όπως είναι, να παρατηρήσω, καθώς οι ιταλοί δεν μιλούν όλοι αγγλικά μου δίνεται η ευκαιρία να γευτώ, χωρίς να αναλωθώ σε εκτεταμένες αυτοπαρουσιάσεις. Το έθιμο εδώ προστάζει θαλασσινά την παραμονή των Χριστουγέννων, φυσικά ζυμαρικά, είναι μέρος άλλωστε της καθημερινότητας αλλά και άφθονο κρασί. Το Trastevere είναι μία από τις αγαπημένες μου περιοχές κοντά στο ιστορικό κέντρο, με μεσαιωνικά στοιχεία και πολλές εκκλησίες με baroque αρχιτεκτονική, τα σοκάκια του προσφέρονται για εξερευνήσεις.
Όλα τα κλισέ που μπορεί να σκεφτεί κανείς για τον ιταλικό τρόπο ζωής είναι παρόντα στη Ρώμη. Ναι, οι άνθρωποι τρώνε μεγάλες ποσότητες πίτσας και ζυμαρικών χωρίς να δείχνουν να παχαίνουν, το espresso και το cappucino αποτελούν καθημερινή ιεροτελεστία, το ποδόσφαιρο είναι μείζον θέμα συζήτησης εδώ, οι τουρίστες συνωστίζονται για ένα πολυπόθητο gelato και φωτογραφίζονται κατά εκατοντάδες στην ανακαινισμένη πλέον Fontana di Trevi, τα καταστήματα με αντίκες είναι άφθονα όπως και η αμφιλεγόμενη αισθητική τους, και μια βόλτα στις boutiques των μεγάλων οίκων στη μοδάτη Via dei Condotti, εντυπωσιάζει αφήνοντας όμως ερωτήματα για το πόσο σήμερα ο καταναλωτής ειδών πολυτελείας είναι και ο ίδιος άνθρωπος πολυτελής ή για να είμαι πιο ακριβής, άνθρωπος πολυσυλλεκτικός. Γιατί κάτω από την επιφάνεια, η οικονομική και πολιστική κρίση, με όρους ίσως λίγο διαφορετικούς από αυτούς της ελλάδας, είναι και εδώ παρούσα και η πολυτέλεια μένει κυρίως στις βιτρίνες και δεν κινείται στο δρόμο με εξαίρεση την ουρά γιαπωνέζων τουριστών έξω από τα Louis Vuitton.
Με όλα αυτά μου κάνει εντύπωση ο συντηρητισμός στο καθημερινό ιταλικό ντύσιμο, η παλέτα των ρούχων κινείται στις αποχρώσεις του καφέ, του μπλε σκούρου, του γκρίζου, τα κοψίματα αυστηρά, οι γυναίκες δεν βάφονται σχεδόν καθόλου, κάθε προσπάθεια να φτιάξει κανείς τα μαλλιά του σε αυτή την πόλη αποτυγχάνει, μια επίσκεψη στο κομμωτήριο είναι επένδυση χωρίς αντίκρισμα, τα επίπεδα υγρασίας είναι πολύ υψηλά, ο σκοτεινός Τίβερης όπου κάποτε έγινε υγρός τάφος των Ναϊτών ιπποτών, αναχαιτίζει κάθε προσπάθεια καλλωπισμού, η ενυδατική κρέμα εδώ οφείλει να φοριέται σε διπλή ποσότητα...
Οι ιταλοί είναι πιο φιλικοί όταν σε χαιρετάνε, συστήνεσαι μαζί τους για πρώτη φορά παρά στη συνέχεια, κάποιος μου κάνει μούτρα όταν με ξανασυστήνουν σε αυτόν για δεύτερη φορά στο ίδιο πάρτυ, και έχουν εμμονή με την σημαία τους τυπωμένη πάνω σε οποιοδήποτε προϊόν κυκλοφορεί, είναι μάστορες και μάγιστροι στην παρουσίαση των προϊόντων τους χωρίς αυτό πάντα να σημαίνει και αντίστοιχη ποιότητα.
Για αυτούς καθετί ιταλικό αποτελεί εγγύηση, συνήθεια από χαριτωμένη μέχρι πολύ κουραστική σε κάποιες περιπτώσεις, γενικά το να βγεις εκτός μέτρου στη Ρώμη δεν σου καταλογίζεται. Συναντάω σε μπαράκι πάλι στο Trastevere ζευγάρι φίλων, με ρωτάνε το πως μου φαίνεται η πόλη, απαντάω όμορφη μάλλον μηχανικά, μου λένε όμορφη όταν κοιτάς ψηλά, σκέφτομαι πως η παρατήρηση τους βγάζει νόημα, μια άλλη Ρώμη κρύβεται περιμένοντας στις οροφές των ψηλών κτιρίων, με γοητεία άχρονη πέρα από τις σημερινές νευρώσεις των σύγχρονων κατοίκων της.
Με ευκαιρία αυτή την διαπίστωση περνάω πολλές από τις μέρες μου στην πόλη φωτογραφίζοντας κτίρια ενώ το φως παίζει παράξενα παιχνίδια δείχνοντας τοπικές προτιμήσεις που δεν απλώνονται σε ολόκληρη την έκταση της πόλης, μια άλλη φύση της ποιότητας του φωτός πολύ διαφορετική από αυτή της ελλάδας, όπως θα διαπιστώσω. Είμαι εδώ ψάχνοντας παράλληλα την ψυχή αυτής της πόλης στις γοτθικές ατμόσφαιρες του χειμώνα καθώς τα βράδια ξεφεύγω και εγώ από το δικό μου μέτρο πίνοντας μεγάλες ποσότητες κρασιού, η εποχή των cocktails έχει μάλλον περάσει, στα μπαράκια, εγώ τα αγαπώ όσο πιο σκοτεινά γίνεται, οι πελάτες δείχνουν προτίμηση στο κρασί και στη μπύρα πλέον.
Η παραμονή Πρωτοχρονιάς φτάνει χωρίς να το καταλάβω, οι ρυθμοί της μεγαλούπολης είναι πάντα ταχείς, σε ένα βιβλιοπωλείο ανακαλύπτω τον παράξενο Codex Seraphinianus, που επανακυκλοφορεί μετά από παραπάνω από τριάντα χρόνια από την πρώτη έκδοση του, ένα εικονογραφημένο βιβλίο φανταστικών πραγμάτων γραμμένο σε φανταστική γλώσσα, ό,τι πρέπει σκέφτομαι για το ακατάληπτο της σημερινής επικοινωνίας, ενώ αφίσες του νέου Star Wars είναι αναρτημένες σε πολλά σημεία της πόλης εγώ σκέφτομαι το ιδανικό tiramisu, γλυκό φετίχ, που όμως επειδή στο μυαλό μου το έχω πολύ ιδανικό τελικά δεν προλαβαίνω και να το φάω καθώς υπάρχει ουρά στο ζαχαροπλαστείο που φημίζεται για το εν λόγω γλυκό.
Υπάρχει έντονη η αίσθηση του “Φύκια για μεταξωτές κορδέλες” στον ορίζοντα, στο Κολοσσαίο οι τουρίστες περνάνε από ανιχνευτές για να μπουν στο μνημείο αυτές τις εορταστικές μέρες, μέτρο μάλλον έκτακτο μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι, εγώ πάλι αποφεύγω να φτάσω κοντά στο Κολοσσαίο και σταματάω λίγα μέτρα πιο πριν την βόλτα μου στη Ρωμαϊκή Αγορά, πόσο μπορεί ένα σκοτεινό μνημείο ανθρωποθυσιών και ενστίκτων του όχλου να αντιπροσωπεύει μια ζώσα πόλη;
Στις τηλεοράσεις τα νέα μιλάνε για την μόλυνση της πόλης που έχει ξεπεράσει τα επιτρεπτά όρια αλλά κανείς δεν παίρνει μέτρα για αυτό, το Βατικανό πανταχού παρών, το πρόσωπο του Πάπα στολίζει γλειφιτζούρια, η σημειολογία μου φέρνει γέλια.
Στο Campo dei Fiori χαιρετάω εγκάρδια το άγαλμα του αστρονόμου, ποιητή και οραματιστή Giordano Bruno, φωτισμένου θύματος της Ιεράς Εξέτασης, ένα αμετάκλητο παιδί της απεραντοσύνης του σύμπαντος, τριγύρω πάγκοι με χριστουγεννιάτικα στολίδια...Είναι όμορφο να περπατάς στους δρόμους της Ρώμης, γυμνάζει τις γάμπες και τα αντανακλαστικά σου, δρόμοι με ονόματα ελληνικά τώρα σε ιταλικές παραλλαγές ξυπνούν ίχνη ενός κοινού παρελθόντος, η βροχή κάνει την εμφάνιση της το τελευταίο απόγευμα που περνάω στην πόλη, που δεν θα της κάνω το χατίρι να την αποκαλέσω «αιώνια» ανακυκλώνοντας ένα ακόμα κλισέ, πέφτω πάνω σε ένα μαγαζί με θιβετανικά αντικείμενα και νιώθω αγαλλίαση μπροστά στην ήρεμη παρουσία ενός Βούδα μετά από τόσους εσταυρωμένους και αγίες ταλαιπωρημένες, άλαλες και άστηθες όπως τις θέλησε ο καθολικισμός, γιατί το καλύτερο τέλος ενός ταξίδιου είναι η συνάντηση με το διαφορετικό πριν την μονοτονία.
Τα ξημερώματα με βρήκαν στο αεροδρόμιο και το πρωί πίσω στην Ελλάδα και κάθε φορά λέω πως πήγα στη Ρώμη για τελευταία φορά, μέχρι την επόμενη επίσκεψη μου, με ένα άλλο βλέμμα καθώς οι εποχές διαδέχονται η μία την άλλη.
Η Βέρα Μπούσιου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Από μικρή ένιωθε μεγάλο ενδιαφέρον για την ανθρώπινη συμπεριφορά και αλληλεπίδραση, οπότε σπούδασε ψυχολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, εμφανίζοντας ξαφνικά μια ιδιαίτερη αδυναμία στην ψυχανάλυση και στο πρόσωπο του Carl Gustav Jung, ενός ψυχοθεραπευτή που προσέγγισε το βάθος της ανθρώπινης ύπαρξης και την αλήθεια της όσο λίγοι, όπως εκτιμάει η ίδια. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με την ανάλυση μύθου δείχνοντας χωρίς τύψεις μια nerdy πλευρά, ενώ πίνει άπειρες ποσότητες πράσινου τσαγιού, δίνοντας καθημερινό ραντεβού με το χαλάκι της yoga. Η αισθητική των φωτογραφίσεων μόδας των αρχών των '00ς την έχει στιγματίσει, ενώ θεωρεί μεγαλύτερη πολυτέλεια στη ζωή την χαμένη τέχνη της συζήτησης.
*Οι φωτογραφίες του άρθρου είναι της Βέρας Μπούσιου.