Η Σκούφου είναι ένα στενάκι του κέντρου, κάθετο στη Βουλής. Μικρό αλλά με γκράντε χαρακτήρα. Διασχίζοντάς το νιώθεις ότι τα καλά σε περιμένουν στην γωνία. Σπάνια πρόβλεψη για την εποχή. Κάπου στη μέση του στενού, στον αριθμό 10, ένα σημείο τερψιλαρύγγιου χαρακτήρα εγκαταστάθηκε, με δόξα και τιμή. Περνάς την πόρτα του και επιβεβαιώνεις την πρότερη προαίσθηση, ότι κάτι καλό θα συμβεί. Στο βάθος οι σούβλες με τα κρέατα, στριφογυρίζουν σε ένα χορό εορταστικό, σαν τελετουργικό ενεργοποίησης των αισθήσεων. Πάπιες, κοτόπουλα, πορκέτες. Μια ακόρεστη όρεξη κατακλύζει τη σκέψη σου.
Το μηχανικό σύστημα που περιστρέφει τη σούβλα λέγεται spitjack. Ιδού η πηγή έμπνευσης του ονόματος. «Όχι ακριβώς. Το όνομα είναι έμπνευση από τον πρώτο άνθρωπο που γυρνούσε τις σούβλες πριν την εφεύρεση του μηχανισμού, έτσι λέει ο μύθος τουλάχιστον» μου εξηγεί ο ένας εκ των ιδιοκτητών, ο Γιώργος Κανελλόπουλος, ο οποίος φροντίζει κάθε έναν από τους πελάτες στη σάλα σαν ξένιος οικοδεσπότης.
Η επένδυση από ξύλο στα παράθυρα θυμίζει κάτι από σαλούν της Άγριας Δύσης. Το ίδιο και οι πολυέλαιοι και τα ρουστίκ έπιπλα στο χρώμα της τριανταφυλλιάς. Ένα εξευγενισμένο σαλούν στην Αθήνα. Μια γελαστή γυναίκα κοιτάζει μέσα από τα παράθυρα. Μπαίνει στο χώρο με τη φίλη της και τον Geppetto, σκύλο της. «Αγαπάμε τα ζώα» λέει ο Γιώργος και τους δείχνει το πρώτο τραπέζι, στα δεξιά της εισόδου. «Είσαι η Έφη;» με ρωτάει η γυναίκα, «είμαι η Παυλίνα». Γνωριζόμαστε από το ίντερνετ και τα δημοσιεύματα που κατά καιρούς έχουμε κάνει. Η Παυλίνα Παπαηλιοπούλου, η σχεδιάστρια των δερμάτινων τσαντών, Ippolito, έχει το τσαρδί της λίγο πιο κάτω. Είπαμε, η γειτονιά είναι σοφιστικέ και αιχμηρού γούστου. Και το Spit Jack το ιδανικό σημείο για να δεις φίλους και γνωστούς χωρίς να έχεις κλείσει ραντεβού μαζί τους. Έτσι γίνεται με τα μαγαζιά-πόλους έλξης.
«Το κέντρο και ιδιαίτερα η γειτονιά αυτή είναι μια από τις αγαπημένες μου καθώς και πριν το μαγαζί ερχόμουν συχνά για βόλτα και φαγητό» λέει ο Γιώργος όταν το ρωτάω για την επιλογή του δρόμου. Συμφωνούμε ότι θα μέναμε εκεί εάν μας δινόταν η ευκαιρία και περνάμε στο ψητό -κυριολεκτικά.
Μια πάπια, μα ποια πάπια. Ζουμερή, κριτσανιστή, βγαλμένη από τη χώρα του «λιώνω για σένα». Καλοψημένη, τραγανή πέτσα, σος Jack Daniels και o πουρές με λάδι τρούφας, από δίπλα, να ακομπανιάρει τη γευστική συγχορδία. Στο σημείο αυτό να πούμε ένα μπράβο στον σεφ, Μιχάλη Μερζένη. Ο μικρός μπαλντάς -φτιαγμένος ειδικά για το Spit Jack, από τεχνίτες της Κρήτης-, παίζει το ρόλο του μαχαιριού. Αντικείμενο φετίχ. Κοντράρει σε ηδονή την τραγανότητα της πέτσας της πάπιας. Τα άγρια ένστικτα έχουν ξυπνήσει και το γνώριμο ντελίριο ικανοποίησης, αυτό που μόνο μια γερή δόση πρωτεΐνης μπορεί να χαρίσει, έχει βολευτεί στο κέντρο του Τσι μου. Η ζωτική ενέργεια που δημιουργείται από τον συνδυασμό, λήψης και πέψης της τροφής, χειροκροτεί.
Φεύγω χαμογελώντας πλατιά. Σε αυτό το σαλούν οι καουμπόισσες δε μελαγχολούν.