Κοιτάζω δεξιά, κοιτάζω αριστερά, το ίδιο θέαμα. Η μία είχε το πλαστικό, στριφογυριστό απαυτό στον δεξί της καρπό, η άλλη στον αριστερό. Το χρώμα μόνο διέφερε. Η μία διάφανο ή άλλη τσαγαλί. Ερωτώ τις φίλες μου.
-Τι φάση;
-Α, μιλάμε για τα καλύτερα λαστιχάκια.
-Αλήθεια; Γιατί;
-Γιατί δε σπάει το μαλλί.
-Να πάρε ένα, έχω δύο.
Το διάφανο υπέροχο, σπιράλ απαυτό πέρασε στην κατοχή μου. Την άλλη μέρα ήταν στα μαλλιά μου. Δεν ξέρω εάν ήταν ιδέα μου ή η προπαγάνδα από τα κορίτσια, αλλά όντως κρατούσε τα μαλλιά πιο γλυκά. Δεν είχε την επιθετικότητα των άλλων λαστιχακακίων, που τα ζουλάνε όπως ο σφίχτερμαν τον αντίπαλο στο μπρα-ντε-φερ.
Τούτο εδώ, το πρώην καλώδιο του τηλεφώνου, μιας και έχασε τον εποικοδομητικό του ρόλο, ως καίριο εργαλείο επικοινωνίας, μιας και υποβαθμίστηκε μαζί με τα golden boys των χρηματιστηρίων ανά τον κόσμο, έριξε νερό στο κρασί του, δάμασε τον ναρκισσισμό του και μαλάκωσε.
Αγκαλιάζει τα μαλλιά σαν βρεγμένη γάτα. Κάνει τη δουλειά με ταπεινότητα και εγκαρτέρηση. Έγινε ένα καλύτερο πλαστικό, στριφογυριστό απαυτό, θα λέγαμε εάν ήμασταν λάτρεις των κλισέ ή εάν ήμασταν παίκτες στο Survivor. «Τα βρήκε με τον εαυτό του γιατί δοκίμασε τα όριά του».
Η κατρακύλα, λέει, μπορεί να σε εξυψώσει. Και η σφαλιάρα να σε διδάξει. Η σφαλιάρα και μετά η αποδοχή. Όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.
Ανατρέχω στο γκούγκλ και ανακαλύπτω ότι το απαυτό έχει όνομα και υποκοριστικό. Λέγεται invisibobble ή σκέτο bobble. «Είναι άσχημο» λέει η διπλανή μου στο γραφείο, η οποία το φοράει στο μπράτσο, ψηλά, σαν tribal τατουάζ. «Είναι άσχημο», συμφωνώ. Αλλά και η ομορφιά υπερτιμημένη. Αυτό, το ταπεινό, σπιράλ απoτέτοιο, τουλάχιστον, κάνει μόλις 50 λεπτά.