Γεια σας, το όνομά μου είναι Κλαίρη. Κλαίρη Κλάμερ. Τον φραπέ μου τον πίνω πάντα χτυπημένο, ποτέ ανακατεμένο. Ο μπαμπάς μου είναι Αμερικανός και η μαμά μου Ελληνίδα. Μεγάλωσα σε ένα προάστιο της νότιας Αθήνας, κάπου ανάμεσα στη Βούλα και την Αργυρούπολη. Στάση Ελληνικό λέγεται πλέον η στάση του μετρό, αν και παραδοσιακά η γλώσσα που ακουγόταν στην περιοχή ήταν τα αμερικάνικα. Εκεί δίπλα ήταν για χρόνια οι βάσεις βλέπεις -εποχές σου λέω τώρα που τα συνθήματα στις πορείες ήταν «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ στο ίδιο συνδικάτο» και λοιπά.
«Α, εμείς οι άνθρωποι του νότου είμαστε χαρούμενοι άνθρωποι» θυμάμαι τη μαμά μου να λέει στο τηλέφωνο πάντα μετά από κάποια ατάκα με την ξινή κολλητή της, για να ξορκίσει την όξινη παρήχηση από την άλλη γραμμή. Ναι, γραμμή. Τα τηλέφωνα τότε ήταν όλα μπεζ και τα είχε μοιράσει ιδιοχείρως ο ΟΤΕ. Οι φάρσες έδιναν και έπαιρναν, το ίδιο και η φράση «πάρε το μηδέν αν δεν μ' ακούς». Η μαμά μου φορούσε πάντα στα καστανά με ξανθές ανταύγειες μαλλιά της ένα κλάμερ από ταρταρούγα. Έπιανε τα πίσω και άφηνε δύο τούφες αριστερά και δεξιά. Ραμόνες τις έλεγε αυτές τις τούφες. Αργότερα, όταν μεγάλωσα και είδα τις μπούκλες των ορθόδοξων Εβραίων αριστερά και δεξιά από τα μούσια τους, γελούσα με αυτόν τον παραλληλισμό.
Γιατί αυτή είναι η βασική ιδιότητα του κάθε κλάμερ. Ενσωματώνει όλα τα χαρακτηριστικά του ιδιοκτήτη του, τα κάνει δικά του και στη συνέχεια κυριαρχεί στην εικόνα του. Τον κατακτά. Του ρουφάει την προσωπικότητα. Τον κάνει σκλάβο του.
Ο μπαμπάς μου την κορόιδευε για αυτό το κόλλημά της με το κλάμερ και της ζητούσε να το ξεφωρτωθεί. «Μα τι κάνεις; Προωθείς το οικογενειακό μας επίθετο;» τη ρωτούσε για πλάκα. Απαπά έλεγε αυτή. «Όλες μου οι φίλες φοράνε». Πραγματικά όλες της οι φίλες φορούσαν κλάμερ, σε διάφορα χρώματα, σχέδια και μεγέθη. Μια μέρα, κάποια από αυτές τις φίλες, η πιο νέα, η κυρία Νταίζη, ήρθε στο σπίτι κρατώντας ένα μικρό σακουλάκι με ένα πράσινο κλάμερ με πεταλούδα. Μου έπιασε τα μαλλιά μου και το κότσαρε στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Αλήθεια, το κότσαρε βγαίνει από τον κότσο; Τώρα, πάνω στην κουβέντα μου ήρθε.
Αυτό ήταν, το πράσινο κλάμερ με την πεταλούδα έγινε προέκταση του χαρακτήρα μου. Γιατί αυτή είναι η βασική ιδιότητα του κάθε κλάμερ. Ενσωματώνει όλα τα χαρακτηριστικά του ιδιοκτήτη του, τα κάνει δικά του και στη συνέχεια κυριαρχεί στην εικόνα του. Τον κατακτά. Του ρουφάει την προσωπικότητα. Τον κάνει σκλάβο του.
Δεν είχα αντιληφθεί τις αρνητικές παρενέργειες του κλάμερ, άλλωστε και οι δικές μου οι φίλες άρχισαν να φοράνε όλες από ένα. Όλες μαζί περιφέραμε με υπερηφάνεια τα πιασμένα μας μαλλιά με το αντικείμενο που δάγκωνε τις τρίχες νομίζοντας ότι ξεχωρίζουμε. Πως ξεχωρίζαμε κάνοντας όλες το ίδιο; Καταραμένη εφηβεία. Όλα άλλαξαν όταν μια μέρα, λίγο μετά την δεύτερη τάξη του λυκείου, με πλησίασε ένα αγόρι με μπάλα του μπάσκετ στα χέρια και μου είπε ότι αν θέλω να παίξω μαζί του στο κλειστό (εννοούσε γήπεδο) πρέπει να βγάλω το κλάμερ και να πιάσω τα μαλλιά μου με μια πετσετέ κορδέλα. Αυτόματα φαντάστηκα τον τενίστα Μπιορν Μποργκ με κλάμερ αντί για τη θρυλική κορδέλα του και πείστηκα ότι το αγόρι με την μπάλα του μπάσκετ ήθελε να μου μεταφέρει ένα μήνυμα. Ένα μαντάτο για το στυλ μου. Κακό μαντάτο. Τελικά στα αγόρια, κι ο μπαμπάς μου μέσα σε αυτά, δεν αρέσουν τα κλάμερ. Ίσως γιατί καμία ηρωίδα κόμικ δε φοράει jaw clip όπως το λένε στα αγγλικά. Ίσως γιατί κουβαλάνε μια προχειρότητα και μια βιασύνη. Και η βιασύνη δε γοητεύει.
Ήταν ακόμα 1983. Το αξεσουάρ που δαγκώνει τις τρίχες έπαιξε ενεργά για μια δεκαετία ακόμα αλλά εγώ δεν το ξαναφόρεσα ποτέ έκτοτε. Δεν ξέρω τι έγινε, ποια μυστική συμφωνία εναντίον του πέρασε από στόμα κλαμεροπληγμένης σε αυτί κλαμερατζούς αλλά το «πιαστράκι για τα μαλλιά», όπως του έμελλε να ελληνοποιηθεί, έχασε τη μαγική του δύναμη πάνω στην κόμη των γυναικών. Δεν ήταν μόδα που πέρασε και θα ξαναέρθει. Ήταν μόδα που πέρασε στο πυρ το εξώτερον. Μερικά χρόνια μετά άλλαξα και το όνομά μου. Το έκανα Κλαίρη Κλαμεροπούλου.